φάλανθος

From LSJ
Revision as of 05:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάλανθος Medium diacritics: φάλανθος Low diacritics: φάλανθος Capitals: ΦΑΛΑΝΘΟΣ
Transliteration A: phálanthos Transliteration B: phalanthos Transliteration C: falanthos Beta Code: fa/lanqos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A bald in front, βρέγμα AP9.317, cf. D.L.7.160, Phryn.PSp.124 B. cod.; neut. φάλανθον, τό, bald patch, οὐλὴ φαλάνθῳ δεξιῷ PStrassb.81.29 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1253] ον, = φαλακρός; βρέγμα Ep. ad. 40 (IX, 317); vgl. B. A. 71, wo es, von φαλακρός verschieden, = ἀναφαλανθίας erkl. wird.

Greek (Liddell-Scott)

φάλανθος: -ον, ὁ κατὰ μέτωπον (τὸ βρέγμα) φαλακρός, Ἀνθ. Π. 9. 317, Διογ. Λ. 7, 160, Α. Β. 71.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chauve sur le front.
Étymologie: φαλός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που είναι φαλακρός πάνω από το μέτωπο, στο βρέγμα
2. (κατά τον Φρύν.) «ὁ οὐδέπω μὲν φαλακρός, ὑπὸ δὲ τῆς οὐλότητος τῶν τριχῶν τὸ μέτωπον μεῑζον ἀναφαίνων»
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φάλανθον- το φαλακρὸ μέρος της κεφαλής
4. (το θηλ. ως κύριο όν.) (ἡ) Φάλανθος
πόλη της Αρκαδίας στα βόρεια της Μεγαλόπολης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. τ. με α' συνθετικό το επίθ. φαλός «λευκός» (βλ. και φαλακρός) και β' συνθετικό τη λ. ἄνθος (πρβλ. το ερμήνευμα του Φωτίου: φάλανθος·φαλακρός
ἄνθος γὰρ ἡλευκὴ θρίξ). Ωστόσο, πρόβλημα γεννά η μορφή του τ. φάλανθος, αντί του αναμενόμενου -ανθής (όπως απαντά η λ. ἄνθος ως β' συνθετικό), ο οποίος μπορεί, όμως, να έχει προέλθει με αντικατάσταση ενός αρχικού φαλανθής λόγω της χρήσης της λ. στο καθημερινό λεξιλόγιο (πρβλ. τα ον. Μέλ-ανθος, Πολύ-ανθος, Φίλ-ανθος από αντίστοιχα επίθ. μελ-ανθής, πολυ-ανθής, φιλ-ανθής, καθώς και Πάτροκλος αντί Πατροκλής. Η λ. φάλανθος, τέλος, χρησιμοποιήθηκε και ως ανθρωπωνύμιο και ως τοπωνύμιο, ενώ απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο parato].

Greek Monotonic

φάλανθος: [φᾰ], -ον (φαλός), φαλακρός στο μέτωπο ή από μπροστά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φάλανθος: (φᾰ) плешивый, лысый (βρέγμα Anth.).