φόριμος

From LSJ
Revision as of 05:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόρῐμος Medium diacritics: φόριμος Low diacritics: φόριμος Capitals: ΦΟΡΙΜΟΣ
Transliteration A: phórimos Transliteration B: phorimos Transliteration C: forimos Beta Code: fo/rimos

English (LSJ)

ον,

   A fruitful, of trees, AP9.414 (Gem.); of land, PTeb.5.97 (ii B. C., prob.), Cat.Cod.Astr.5(1).174; opp. ἄφορος, Sammelb. 4416.16 (ii A. D.): c. gen., ἀμπέλων φ. CPHerm.120riii 19; profitable, Hsch.    II ἡ φορίμη, a kind of στυπτηρία, Dsc.Eup.1.49, Orib.Fr.99.

German (Pape)

[Seite 1300] 1) tragbar, fruchtbar, δένδρον Gemin. 8 (IX, 414), übh. zuträglich, nützlich. – 2) ἡ φορίμη, eine Art στυπτηρία, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

φόρῐμος: -ον, καρποφόρος, γόνιμος, δένδρον Ἀνθ. Π. 9. 414· «λυσιτελὴς» Ἡσύχ. ΙΙ. ἡ φορίμη, εἶδος στυπτηρίας, Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 52.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 fertile, fécond;
2 subst. ἡ φορίμη sorte de στυπτηρία, ou alun commun.
Étymologie: φορά.

Greek Monolingual

-ίμη, -ον, θηλ. και -ος, ΜΑ
το θηλ. ως ουσ. ἡ φορίμη
είδος στυπτηρίας
αρχ.
1. (για δέντρα και για τη γη) καρποφόρος, παραγωγικός
2. (κατά τον Ησύχ.) χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + κατάλ. -ιμος (πρβλ. γόν-ιμος)].

Greek Monotonic

φόρῐμος: -ον (φέρω), γόνιμος, καρποφόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φόρῐμος: плодовитый, плодоносный (δένδρον Anth.).