φωστήρ
οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A that which gives light, οἱ φ. the lights of heaven, stars, LXXGe.14, al., Simp. in Epict.p.72 D.; οἱ δύο φ., i.e. sun and moon, ibid., cf. Procl.Hyp.4.72, etc.; φαίνεσθε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ Ep.Phil.2.15. 2 splendour, radiance, ὁ φ. αὐτῆς ὅμοιος λίθῳ τιμιωτάτῳ Apoc.21.11. 3 metaph., of a king, τῷ φ. τῷ ἡμετέρῳ Them.Or.16.204c. 4 of the eyes, Vett.Val.110.22. II opening for light, door or window, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1323] ῆρος, ὁ, der Licht Gebende, Erleuchtende, Erhellende, LXX. u. Sp., wie λόγων καὶ νόμων φ. Pallad. in Paralip. 140 (XI, 389); οἱ φωστῆρες, die Himmelslichter, die Sterne, Constant. Rhod. ep. in Paralip. 203 (XV, 17). – Auch, wie φῶς, Thür od. Fenster, durch welche das Licht einfällt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φωστήρ: ῆρος, ὁ, (φῶς, φώσκω), ὁ φωτίζων, ὁ πέμπων φῶς, λόγων καὶ νόμων Ἀνθ. Παλατ. 11. 359, πρβλ. Χρησμ. Σιβ. 8. 230· ― οἱ φωστῆρες, οἱ ἐν τῷ οὐρανῷ φωτίζοντες, οἱ ἀστέρες, Ἀνθ. Παλατ. 15. 17, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· ἐπὶ βασιλέως, τῷ φ. τῷ ἡμετέρῳ Θεμίστ. 204C· ὁ φ. τῆς οἰκουμένης Ἄννα Κομν. 381. ΙΙ. μεταφορ., ἄνοιγμα ἢ ὀπὴ φωτός, φωταγωγός, «φεγγίτης», θύρα ἢ παράθυρον, «φωστήρ, θυρὶς» Ἡσύχ.: ὥς τινες καὶ τὸ fenestra (festra) ἠθέλησαν νὰ ἐτυμολογήσωσιν ἐκ τοῦ φάος.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 ce qui donne la lumière, ce qui illumine;
2 particul. corps céleste lumineux, étoile, astre;
3 éclat, lumière.
Étymologie: φῶς.
English (Strong)
from φῶς; an illuminator, i.e. (concretely) a luminary, or (abstractly) brilliancy: light.
English (Thayer)
φωστηρος, ὁ (φῶς, φώσκω);
1. that which gives light, an illuminator (Vulg. luminar): of the stars (luminaries), Heliodorus 2,24; (Anthol. Pal. 15,17; of sun and moon, Test xii. Patr. test. Levi 14); ecclesiastical writings.)
2. light, brightness: Anthol. 11,359) (others refer this to 1; cf. Trench, § xlvi.).
Greek Monotonic
φωστήρ: -ῆρος, ὁ (φῶς), αυτό που δίνει φως, φωτοδότης, σε Ανθ.· οἱφωστῆρες, τα φώτα του παραδείσου, άστρα, στο ίδ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
φωστήρ: ῆρος ὁ небесное светило Anth.; перен. светило, светоч (λόγων καὶ τῶν νόμων Anth.).