ψέφας

From LSJ
Revision as of 06:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψέφας Medium diacritics: ψέφας Low diacritics: ψέφας Capitals: ΨΕΦΑΣ
Transliteration A: pséphas Transliteration B: psephas Transliteration C: psefas Beta Code: ye/fas

English (LSJ)

ᾰος, τό,

   A gloom, darkness, Pi.Fr.324.

German (Pape)

[Seite 1396] τό, wie ψέφος, Dunkelheit, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ψέφας: -αος, τό, ὡς τὸ ψέφος, κνέφας, σκότος, ζόφος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-αος, και ψέφος, -ους, τὸ, Α
ο ζόφος, το σκοτάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου ουδ., που ανάγεται σε αρχικό τ. ψέφαρ, όπως υποδηλώνει το παράγωγο ψεφαρός (πρβλ. γέρας). Κατά μία άποψη, το ουδ. ψέφας, όπως και τα συνώνυμα κνέφας, δνόφος / γνόφος, ζόφος, ανάγονται σε ΙΕ ρίζα kwsep- «σκοτεινός» και συνδέονται με το αρχ. ινδ. ksap «νύχτα», ενώ οι φωνητικές τους διαφορές αποδίδονται σε γλωσσικό ταμπού].

Russian (Dvoretsky)

ψέφας: αος τό тьма Pind.