κηλίς
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
[ῑ], ῖδος, ἡ,
A stain, spot, defilement, esp. of blood, A.Eu.787 (lyr.), S.El.446, E.IT1200, etc.: generally, οὐ ῥᾴδιον ἐκμάξαι τὴν . . κηλῖδα [ἐκ τοῦ κατόπτρου] Arist.Insomn.459b32; ἐν ἱματίῳ καθαρῷ καὶ αἱ μικραὶ κ. ἔνδηλοι Id.GA780b32; ἱμάτιον κηλίδων μεστόν Thphr.Char. 19.7. 2 metaph., stain, blemish, S.OT1384; κ. συμφορᾶς ib.833; κακῶν Id.OC1134; ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων, ὃ δοκεῖ κ. εἶναι τοῖς Λακεδαιμονίοις X.HG3.1.9; ignominious punishment, θεία κ. προσπίπτει τῷ δράσαντι Antipho 3.3.8; τῆς κ. εἰς ὑμᾶς ἀναφερομένης ib.11; τιμωρίας καὶ κηλῖδας πάσας αὐτοῖς ἀνῆκεν Hdn.6.8.8. 3 Medic., naevus, Lycusap.Orib.9.44.3.
German (Pape)
[Seite 1431] ῖδος, ἡ, Fleck, Schmutz; λιχὴν βροτοφθόρους κηλῖδας ἐν χώρᾳ βαλεῖ Aesch. Eum. 756, vgl. 783; Blutfleck, Soph. El. 438; übertr., Schmach, τοιάνδε κηλῖδα συμφορᾶς O. R. 833, vgl. 1384 O. C. 1136; κηλὶς μητροκτόνος Eur. I. T. 1200; ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων, ὃ δοκεῖ κ. εἶναι τοῖς σπουδαίοις Λακεδαιμονίων Xen. Hell. 3, 1, 9, Brandmal; θεία κηλὶς προσπίπτει τινί Antiph. 3 γ 8; εἰς ὑμᾶς ἀναφέρεται ib. 11, eben so wie in der Stelle des Soph., = μίασμα; vgl. Antiphan. 7 (IX, 258); Sp., wie Hdn. 6, 8, 16 vrbdt τιμωρίας καὶ κηλῖδας πάσας αὐτοῖς ἀνῆκεν.
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
I. tache, souillure;
II. fig. 1 peste, fléau;
2 honte, déshonneur, particul. peine infamante.
Étymologie: κήλη.
Greek Monolingual
κηλίς, -ῑδος, ἡ (Α)
βλ. κηλίδα.
Greek Monotonic
κηλίς: [ῑ], -ῖδος, ἡ,
1. κηλίδα, λεκές, βεβήλωση, κηλίδωση, ατίμαση, ιδίως, λέγεται για το αίμα, σε Τραγ.
2. μεταφ., ψεγάδι, ατέλεια, ελάττωμα, ατίμωση, σε Σοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κηλίς: ῖδος (ῑ) ἡ
1) пятно (ἐν ἱματίῳ Arst.; τοῦ σώματος Plut.): κάρᾳ κηλῖδας ἐκμάξαι Soph. стереть с головы пятна (крови);
2) перен. пятно, позор, бесчестие (συμφορᾶς Soph.): κ. μητροκτόνος Eur. позор матереубийства;
3) мор, погибель (κηλῖδες βροτοφθόροι Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηλίς -ῖδος, ἡ vlek, vaak bloedvlek; overdr. schandvlek:. τοιάνδ ’ ἐγὼ κηλῖδα μηνύσας ἐμήν toen ik bekend had gemaakt dat zo’n grote schandvlek op mij rustte Soph. OT 1384.