κελάδημα

From LSJ
Revision as of 07:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελᾰδημα Medium diacritics: κελάδημα Low diacritics: κελάδημα Capitals: ΚΕΛΑΔΗΜΑ
Transliteration A: keládēma Transliteration B: keladēma Transliteration C: keladima Beta Code: kela/dhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A rushing sound, Ζεφύρου E.Ph.213 (lyr.); ποταμῶν Ar.Nu.283 (anap.); later, of any loud sound, κ. σάλπιγγος AP6.350 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1413] τό, das Geräusch, das Brausen; des Windes, Eur. Phoen. 221; ποταμῶν Ar. Nubb. 283.

Greek (Liddell-Scott)

κελάδημα: τό, ἦχος ὁρμητικός, Ζεφύρου, Εὐρ. Φοίν. 213· ποταμῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 283.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bruit retentissant.
Étymologie: κελαδέω.

Greek Monolingual

και κελάηδημα και κελάιδισμα και κελάδισμα και κελάηδισμα και κελαηδητό, το (Α κελάδημα) κελαδώ
νεοελλ.
το τραγούδι τών πουλιών
αρχ.
ήχος, θόρυβος ορμητικός («ποταμῶν ζαθέων κελαδήματα», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

κελάδημα: -ατος, τό, ορμητικός ήχος, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κελάδημα: ατος (ᾰδ) τό шум, вой, гудение (ποταμῶν Arph.; Ζεφύρου Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελάδημα -ατος, τό [κελαδέω] lawaai, geruis.