περιφείδομαι

From LSJ
Revision as of 07:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφείδομαι Medium diacritics: περιφείδομαι Low diacritics: περιφείδομαι Capitals: ΠΕΡΙΦΕΙΔΟΜΑΙ
Transliteration A: peripheídomai Transliteration B: peripheidomai Transliteration C: perifeidomai Beta Code: perifei/domai

English (LSJ)

   A spare and save alive, ἀμῶν Isyll.26; πατρός A.R.1.620, cf. Plu.Luc.3; ζωῆς AP7.534 (Alex. Aet. or Autom.).    2 to be careful, τοῦ μὴ . . [ἀφελεῖν] Archig. ap. Orib.46.25.2.

German (Pape)

[Seite 598] schonen und übrig lassen; Ap. Rh. 1, 620; τινός, Plut. Luc. 3.

Greek (Liddell-Scott)

περιφείδομαι: ἀποθ., φείδομαι, δὲν φονεύω, πατρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 620˙ ἄνθρωπε ζωῆς περιφείδεο, μὴ διακινδύνευε τὴν ζωήν σου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 9.

French (Bailly abrégé)

épargner soigneusement, gén..
Étymologie: περί, φείδομαι.

Greek Monolingual

Α
1. δείχνω φειδώ και περισώζω ή διασώζω κάτι
2. προσέχω, αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φείδομαι «προσέχω, διαφυλάττω»].

Greek Monotonic

περιφείδομαι: αποθ., λυπάμαι και σώζω, οικτίρω και χαρίζω την ζωή σε κάποιον, με γεν., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

περιφείδομαι: щадить, сохранять жизнь (π. ζωῆς Theocr.; π. τοῦ Μιθριδάτου Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-φείδομαι het leven sparen van, met gen.