σείριος
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ὁ, name of the
A dog-star, Sirius, whose visible heliacal rising marked the season of greatest heat (cf. Gem.17.39), Hes.Op. 587,609, Sc.153,397, Alc.39, E.Hec.1104 (lyr.); Σείριος κύων A.Ag. 967, S.Fr.803; Σείριος ἀστήρ Hes.Op.417:—of the sun, acc. to Hsch., in Archil.61, cf. ἀκτὶς Σειρία Lyc.397 and Sch. ad loc.; σ. ἠέλιος Orph.A.120; of stars, Ibyc.3, Alcm.23.62, cf. E.Fr.779.8 cod. Longin., of a bright planet, Id.IA7 (acc. to Theo Sm. p.146 H., dub., anap.). 2 Adj. destructive, σείριαι νᾶες Tim.Pers. 192. 3 σείριον πάθος, = σειρίασις, Sor.1.124. 4 σείριον (sc. ἱμάτιον), a light summer garment, Harp. s.v. σείρινα, Phot. s.v. σειρῆνα. (Suid. derives it from a form σείρ gen. σειρός, = ἥλιος, which is suspect.)
Greek (Liddell-Scott)
σείριος: ὁ, (σειρός) ὁ κατακαίων, θέριος, θερμός, ὄνομα τοῦ κυνάστρου, Λατ. Sirius (ἴδε κύων V), ἐπειδή ὁ ἀστήρ οὗτος χαρακτηρίζει τήν ἐποχήν τῆς μεγίστης θερμότητος, δηλ. ἀπό 12 Αὐγούστου μέχρι 12 Σεπτεμβρίου (Ἰουλ. ἡμερολόγ.), ὅτε ὁ Σείριος δύει μετά τοῦ ἡλίου, Ἡσ. Ἔργ. καί Ἡμ. 505, 607, Ἀσπ. Ἡρ. 153, 397, Ἀρχίλ. 55, Εὐρ. Ἑκάβ. 1104, Ι. Α. 7· καλεῖται καὶ Σείριος κύων. Αἰσχύλ. Ἀγ. 967, Σοφ. Ἀποσπ. 941· Σείριος ἀστήρ, Ἡσ. Ἒργ. κ. Ἡμ. 415· Σείριον ἄστρον, Ἀρχίλ. 54. ― Ἔν τισι τῶν χωρίων τούτων παλαιοί ἑρμηνευταί ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς = ἥλιος, ἀλλ’ ἄνευ ἀνάγκης, ἴδε Göttl. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 417· ἀλλ’ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 121, σ. ἠέλιος. 2) σείριον (δηλ. ἱμάτιον), Ἁρποκρ. Φώτ. (Ὁ Σουΐδ. ποιεῖται μνείαν τοῦ τύπου Σείρ· πρβλ. Σανσκρ. svar (caelnm), sûr-as, sûr-yas και Ζενδ. hvar-e (ὁ ἥλιος)· Λατ. sol· Γοτθ. Sauil· Ἀρχ. Σκανδιν. Sôl· Λιθ. Saul-e· ― αἱ λέξεις αὕται δύνανται ωσαύτως νὰ εἶναι συγγενεῖς τοῖς εἵλη, ἀλέα, σέλᾱς (πρβλ. Ἡσύχ., «βέλα (δηλ. Fέλα)· ἥλιος και αὐγὴ ὑπὸ Λακώνων»), ἀλλὰ διαφέρουσι τῶν ἡέλιος, ἥλιος, ἴδε ἥλιος ἐν τέλ., καί πιθανῶς διαφέρουσι τῶν σέλας, σελήνη, ἴδε σέλας ἐν τέλ.). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σείριος· ὁ ἥλιος καί ὁ τοῦ κυνὸς ἀστήρ».
French (Bailly abrégé)
α, ον :
brûlant, ardent ; σείριος κύων ou subst. ὁ Σείριος l’étoile de Sirius ou la constellation de la Canicule.
Étymologie: cf. skr. surjas pour svarjas « soleil ».
Greek Monotonic
σείριος: ὁ (σειρός), αυτός που κατακαίει, που προξενεί εγκαύματα, ονομασία του άστρου του Κυνός, Λατ. Sirius, που χαρακτηρίζει την εποχή κατά την οποία επικρατούν οι πιο υψηλές θερμοκρασίες, δηλ. από τις 24 Αυγούστου ως τις 24 Σεπτεμβρίου, σε Ησίοδ., Ευρ.· ονομαζόταν Σείριος κυών, σε Αισχύλ.· Σείριος ἀστήρ, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
σείριος: палящий, знойный, жгучий: σ. ἀστήρ Hes. и σ. κύων Aesch. = Σείριος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σείριος -α -ον [σείω] gloeiend, brandend.