σκύμνος

From LSJ
Revision as of 08:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκύμνος Medium diacritics: σκύμνος Low diacritics: σκύμνος Capitals: ΣΚΥΜΝΟΣ
Transliteration A: skýmnos Transliteration B: skymnos Transliteration C: skymnos Beta Code: sku/mnos

English (LSJ)

ὁ (and ἡ, E.Or. 1493 (lyr.)),

   A cub. whelp, esp. lion's whelp, Il.18.319; in full, σ. λέοντος Hdt.3.32, E.Supp.1223, Ar.Ra.1431, cf.Eq.1039; λεαίνης S.Aj.987; also of other animals, σ. λύκων E.Ba.699; λυγγός Lasus 3; τῆς ἄρκτου, τῆς ἐλέφαντος, Arist.HA571b30, 578a22; ἀλώπεκος Plu.Lyc. 18.    2 in poets also of men, Ἀχίλλειος σ. E.Andr.1170 (anap.), cf. Rh.381 (anap.); of women, Id.Or.1213, 1387 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 908] ὁ, 1) ein jedes junge Thier, bes. das Junge des Löwen, Il. 18, 319; später gew. vollständig σκ. λέοντος, Aesch. frg. 305, wie Eur. Suppl. 1222; λεαίνης, Soph. Ai. 966; auch λύκων, Eur. Bacch. 698; θηρίων, Arist. H. A. 6, 6; ἐλέφαντος, 6, 27. – Fem. bei Eur. Or. 1493. – Uebertr. von Menschen, Ἀχίλλειον σκύμνον, Andr. 1171, vgl. Or. 1213. 1388; Ar. Equ. 1034. – 2) ein Seethier von der Gattung γαλεός.

Greek (Liddell-Scott)

σκύμνος: ὁ, (καὶ ἐν Εὐρ. Ὀρέστ. 1493, ἡ), νεογνὸν ζῴου (πρβλ. σκύλαξ Ι. 2), μάλιστα δὲ τὸ νεογνὸν λεαίνης, Ἰλ. Σ. 319· πλῆρες: σκ. λέοντος Ἡρόδ. 3. 32, Εὐρ. Ἱκέτ. 1222, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1431, πρβλ. Ἱππ. 1039· λεαίνης Σοφ. Αἴ. 987· ὡσαύτως καὶ ἄλλων ζῴων, σκ. λύκου Εὐρ. Βάκχ. 699· λυγκὸς Λᾶσος 4 Bgk.· τῆς ἄρκτου, τῆς ἐλέφαντος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 5., 6. 27· ἀλώπεκος Πλουτ. Λυκοῦργ. 18. 2) παρὰ ποιηταῖς καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀχίλλειος σκ. Ἀνδρ. 1171, πρβλ. Ρῆσ. 382· ἐπὶ γυναικῶν, Ὀρ. 1213, 1388, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
I. petit d’un animal, particul. :
1 lionceau;
2 jeune renard;
II. p. ext. jeune enfant.
Étymologie: R. Σκυ, couvrir.

English (Autenrieth)

whelp of a lion, pl., Il. 18.319†.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. νεογέννητο λιοντάρι λιονταράκι
2. νεογνό άλλων ζώων
αρχ.
(ποιητ. τ.) νεογνό ανθρώπου («δέχει γὰρ τὸν Ἀχίλλειον σκύμνον ἐς οἴκους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. συνδέεται με τη λ. σκύλαξ «νεογνό ζώου» και εμφανίζει δυσερμήνευτο επίθημα -μνος (πρβλ. ἐρυ-μνός, πρυ-μνός, στά-μνος), ενώ, κατ' άλλους, έχει σχηματιστεί με συμφυρμό του τ. σκύλαξ και του αμάρτυρου τ. κύμνος (< κυῶ «κυοφορώ»)].

Greek Monotonic

σκύμνος: ὁ και ἡ, νεογέννητο ζώο, νεογνό, ιδίως νεογνό του λιονταριού, λιονταράκι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για άλλα ζώα, σε Ευρ., Πλούτ.· στους ποιητές επίσης λέγεται για ανθρώπους, Ἀχίλλειος σκύμνος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σκύμνος: ὁ, редко ἡ
1) львенок Hom.;
2) детеныш (λέοντος Her., Eur.; ἀλώπεκος Plut.);
3) дитя, отпрыск: Λήδας σ. Eur. = Ἐλένη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκύμνος -ου, ὁ jong, welp, specifiek van een leeuw maar ook van andere dieren. overdr. van personen jong, kind.