τῷ

From LSJ
Revision as of 09:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῷ Medium diacritics: τῷ Low diacritics: τω Capitals: ΤΩ
Transliteration A: tō̂i Transliteration B: Transliteration C: to Beta Code: tw=|

English (LSJ)

dat. sg. neut. of ὁ, ἡ, τό, used abs.,

   A therefore, in this wise, then, Hom., v. ὁ, ἡ, τό, A. VIII. 2 a, b; ἀλλ' οὔτε περισπᾶται οὔτε σὺν τῷ ῑ γράφεται (i.e. τώ) A.D.Adv.199.2: written τὼ in Alc.Supp.26.11.    II τῷ; for τίνι; dat. sg. of τίς; who? but    2 τῳ, enclit. for τινί, dat. sg. of τις, some one.

German (Pape)

[Seite 1167] dat. sing. vom neutr. τό, absol. gebraucht, darum, auf diese Weise (s. ὁ). – Auch = τινί, s. τίς.

Greek (Liddell-Scott)

τῷ: δοτικ. ἑνικ. τοῦ οὐδετ. ἄρθρου τό, ἐν χρήσει ἀπολ., ὅθεν, διὰ τοῦτο, κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, ἐπὶ τούτῳ, Ὅμ.· ἴδε ὁ, ἡ, τό, Β. VIII. 3. II. τῷ; ἀντὶ τίνι; δοτικ. ἑνικ. τοῦ τίς; ἀλλά. 2) τῳ, ἐγκλ. ἀντὶ τινι, δοτικ. ἑνικ. τῆς ἀορίστου ἀντωνυμίας τις.

French (Bailly abrégé)

dat. sg.
1 de l’art. ὁ, ἡ, τό;
2 poét., du relat. ὅς, ἥ, ὅ;
3 att. p. τίνι, de τίς interr.

English (Autenrieth)

dat. of τό, then, therefore.

Greek Monotonic

τῷ:I. δοτ. ενικ. του ουδ. άρθρου τό, σε χρήση απολ., κατ' αυτόν τον τρόπο, συνεπώς, επ' αυτού, σε Όμηρ. II. 1.τῷ; αντί τίνι; δοτ. ενικ. του τίς; = ποιος; 2.τῷ, εγκλιτ. αντί τινί, δοτ. ενικ. της αόρ. αντων. τις, κάποιος.

Russian (Dvoretsky)

τῷ: 1) dat. к ὁ и τό;
2) dat. к ὅς и ὅ;
3) = τῳ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τῷ dat. sing. m. en n. van ὁ, ἡ, τό.
τῷ voor τίνι, dat. sing. van τίς (interrog.).