συκομορέα

From LSJ
Revision as of 13:03, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκομορέα Medium diacritics: συκομορέα Low diacritics: συκομορέα Capitals: ΣΥΚΟΜΟΡΕΑ
Transliteration A: sykomoréa Transliteration B: sykomorea Transliteration C: sykomorea Beta Code: sukomore/a

English (LSJ)

or σῡκομορ-αία, ἡ,= συκόμορος, Ev.Luc.19.4.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκομορέα: ἢ -αία, ἡ, = συκόμορος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 4. ― Ὁ Κόντος ὅμως (Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 573-4) ψέγει τὸν τύπον συκομοραία ὡς πλημμελῆ.

English (Thayer)

(Lachmann συκομωρεα ( st bez συκομωραία, cf. Tdf. s note on Luke as below; WH's Appendix, pp. I52,151)), συκομορεας, ἡ (from σῦκον and μορεα the mulberry tree), equivalent to συκάμινος (but see the word, and references), a sycomore-tree: Geoponica 10,3,7.)

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. συκομουριά.

Greek Monotonic

σῡκομορέα: ή -αία, ἡ, = συκόμορος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σῡκομορέα: v. l. σῡκομωρέα ἡ NT = συκάμινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκομορέα -ας, ἡ [σῦκον, μόρον] sycomoor, wilde vijgenboom.