ἄραδος
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
[ᾰρ], ὁ,
A disturbance, τοῦ χρωτὸς ἄ. ποιεῖν Hp.Morb.4.56; ἄ. ἐμποιεῖν Id.Acut.(Sp.)47; also of foods, ἄ. ἔχειν Id.VM15; ἔχον ἄ. κακόν Id.Acut.10; palpitation of the heart, ἄ. κακός Nic.Th.775: generally, ὁ ἐκ τῆς συνουσίας ἄ. καὶ παλμός prob. in Plu.2.654b. (Prob. onomatop., like ἄραβος.)
German (Pape)
[Seite 343] ὁ, heftige Bewegung im Leibe, mir Knurren u. Kollern verbunden, Hippocr. Bei Nic. Th. 776 Herzklopfen, Schol. κίνησις σώματος μετὰ γυμνασίας καὶ ἀλγηδόνος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
agitation, perturbation, trouble, mouvement violent, bruit ; particul. t. de méd. battement violent du cœur, palpitation.
Étymologie: DELG prob. onomatopée.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰρᾰ-]
1 alteración, irritación de la piel en contacto c. determinados medicamentos, Hp.Morb.4.56
•de alimentos trastorno φακὸς ... ἄραδον ἐμποιεῖ Hp.Acut.(Sp.) 47, cf. Hp.VM 15, Acut.10
•de la picadura del escorpión negro ἄ. κακός terrible dolor Nic.Th.775.
2 agitación, palpitación ἡ ἀπὸ τῶν γυμνασίων τῆς καρδίας κίνησις Hsch., ἄδηλον γὰρ εἰ ... ἀπεψία δέξαιτο τὸν ἐκ τῆς συνουσίας ἄραδον porque es dudoso que ... se añadiera una indigestión a la excitación del coito Plu.2.654b.
• Etimología: Formación onomatopéyica, c. el mismo tema que ἄραβος y ἀράζω, q.u., y el suf. de κέλαδος, ὅμαδος. < ἄραδος Ἄραδος > ἄραδος, -ον
pequeño μορμύρους ἀράδους Gp.20.42, cf. dud. Hsch.α 6936.
Greek Monolingual
ἄραδος, ο (Α)
αναταραχή στο στομάχι, γουργούρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. λέξης της ιατρικής κυρίως ορολογίας, η οποία παρά τη χρήση της ως τεχνικού όρου είναι πιθ. ονοματοποιημένη (πρβλ. άραβος). Ανήκει στις λέξεις με επίθημα -δος, οι οποίες είναι τεχνικοί ή εκφραστικοί τύποι αβέβαιης ετυμολογίας. Μία κατηγορία τέτοιων λέξεων προέρχεται από ουσιαστικά που δηλώνουν θόρυβο (πρβλ. όμαδος, ροίβδος κ.ά.)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: disturbance, palpitation (Hp.).
Derivatives: ἀραδ<ήσ>ει θορυβήσει, ταράξει and ἀράδηται κεκόνηται (?), συγκέχυται H.; also ἀράζουσιν ἐρεθίζουσιν H.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Cf. κέλαδος, ὅμαδος etc. (Chantr. Form. 359). Perhaps onomatopoietic, or not primarily of sound? cf. ἄραβος.