μάδρυα
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
τά, for μαλόδρυα,
A = κοκκύμηλα, Seleuc. ap. Ath.2.50a.
German (Pape)
[Seite 80] τά, für μαλόδρυα, = κοκκύμηλα, nach Ath. II, 50 b; auch Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μάδρυα: τά, ἀντὶ μαλόδρυα, = κοκκύμηλα, Σέλευκος παρ’ Ἀθην. 50Α, 1963. 33· πρβλ. ἀκρόδρυα.
Greek Monolingual
μάδρυα, τά (AM)
κορόμηλα ή δαμάσκηνα, αγριοδαμάσκηνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών ἅμα + ἄδρυα (ἁμάδρυα > μάδρυα
βλ. ἄδρυα και ἅμα). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: = κοκκύμηλα, βράβυλα, plums, sloes (Seleuk. ap. Ath. 2,50 a).
Other forms: Also ἁμάδρυα κοκκύμηλα. Σικυώνιοι H., Phot. And ἄδρυα ...(see s.v.) Σικελοὶ δε ἄδρυα λέγουσι τὰ μῆλα. παρὰ δε ᾽Αττικοῖς ἀκρὸδρυα (plums) H and Ath.3, 83a. Also βάδρυα?, but see Fur. 221.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: ἁμάδρυα not 'what belongs to a tree' (Strömberg, Wortstud. 43ff). Rather ἁμάδρυα through folk etymology from *ἀ-μάδρυα, a form with (non-IE) proth. vowel. μάδρυα is a Pre-Greek word. If βαδρυα is reliable, we have μ\/β, to which F may be added, to explain ἀδρυα (q.v.). On the names of plums Schrader-Nehring Reallex. 2, 181 f.