στρεύγομαι
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
German (Pape)
[Seite 953] (vgl. στράγγω, στραγγεύω), eigtl. tropscnweise ausgedrückt oder ausgepreßt werden; übertr., allmälig entkräftet, erschöpft werden, hinschmachten, βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι, ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι, Il. 15, 512, besser auf einmal umkommen oder am Leben bleiben, als lange, langsam hinschmachten im Kampfe; vgl. Od. 12, 351, βούλομ' ἅπαξ πρὸς κῦμα χανὼν ἀπὸ θυμὸν όλέσσαι ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι ἐὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ; sp. D., wie στρεύγεσθαι καμάτοισι, durch Mühsal erschöpft, aufgerieben werden, Ap. Rh. 4, 385. 621. 1058; bes. vor Hunger umkommen, verhungern, Callim. Cer. 68; u. überh. gedrängt, gepeinigt werden, Noth od. Qual leiden, Nic. Al. 291.
Greek (Liddell-Scott)
στρεύγομαι: Παθ., ἐκθλιβομαι, ἐκπιέζομαι κατὰ σταγόνας· - Ὁμηρικὸν ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον μεταφορ., στραγγίζομαι, ἐξαντλοῦμαι, χάνω τὴν δύναμίν μου, καταπονοῦμαι, δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηιοτῆτι Ἰλ. Ο. 512· δηθὰ στ. αἰὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ Ὀδ. Μ. 351· στρ. καμάτοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 384· νόσῳ Καλλ. εἰς Δήμ. 68· - ἀπολ., θλίβομαι, πάσχω, ἀλγῶ, Νικ. Ἀλεξιφ. 291, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 621, 1058, Ἡσύχ. -Πρβλ. στραγγεύομαι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
se consumer, dépérir, être épuisé.
Étymologie: R. Στρυγ, faire couler en pressurant ; cf. στράγγω, lat. stringo. -- rem. de Chaeréphon : στράγγω n’existe pas !!! - DELG l’étym. reste incertaine ; cf. ttf. στράγξ.
English (Autenrieth)
(στράγγω, cf. stringo): be exhausted drop by drop, be wearied out, inf., Il. 15.512, Od. 12.341.
Greek Monotonic
στρεύγομαι: Παθ., πιέζομαι δυνατά, συνθλίβομαι και ρέω σε σταγόνες, στραγγίζομαι, ξεζουμίζομαι· μεταφ., αποστραγγίζομαι από τη δύναμή μου, κουράζομαι, εξαντλούμαι, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
στρεύγομαι: мучиться, томиться, страдать (ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to be exhausted, troubled (ep. Ο 512, μ 351).
Other forms: only pres. and ipf.
Derivatives: στρευγεδών f. exhaustion, trouble (Nic.; as τηκε-, σηπε-δών a.o.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1029] *streug- sweep, polish (up), smooth
Etymology: Unexplained. Since J. Schmidt Voc. 1, 161 connected with a Germ. and Balto-Slav. verb for sweep etc., e.g. OWNo. strjūka smooth the surface of , OE stroccian smooth, OCS stružǫ, strъgati, Russ. strogátь plane, strū́g plane; so στρεύγομαι prop. *be leveled, polished (up)? Diff., semant. certainly better, v. Windekens Orbis 11, 343: to Toch. AB sruk- die. Further lit. in Bq, WP. 2, 638 (Pok. 1029), Vasmer s. strogátь.