πονηρία
English (LSJ)
ἡ,
A bad state or condition, ὀφθαλμῶν Pl. Hp.Mi.374d; ἡ τοῦ σώματος π. Id.R.609c; π. ψυχῆς ibid. II in moral sense, wickedness, vice, knavery, ἡ μωρία . . ἀδελφὴ τῆς π. ἔφυ S.Fr.925, cf. Ar.Th.868, Lys.22.16; εἰς τὴν π. πάλιν τρέπεται turns again to vice, X.Cyr.7.5.75: in pl., knavish tricks, rogueries, D.21.19, Arist.Rh.1389a18. 2 baseness, cowardice, E.Cyc.645, Lys.14.9. 3 with a political connotation, mob-rule, Th.8.47.
German (Pape)
[Seite 680] ἡ, schlechte od. böse Sinnesart, u. überh. schlechter Zustand, schlechte Beschaffenheit; Soph. frg. 663; Eur. Cycl. 641; Ar. Thesm. 868; ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα, Plat. Rep. X, 609 c, vgl. Phil. 45 e; πονηρίᾳ καὶ ἀθλιότητι τῆς πόλεως, Rep. IX, 575 c; Ggstz von ἀρετή, Theaet. 176 b, wie Xen. Cyr. 2, 2, 24; εἰς τὴν πονηρίαν τρέπεσθαι, d. i. schlechter werden, 7, 5, 75; implur., Dem. 21, 19; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
πονηρία: ἡ, (πονηρός) κακὴ κατάστασις, ὀφθαλμῶν Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 374D· ἡ τοῦ σώματος π. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 609C. II. ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, κακία, πανουργία, μοχθηρία, Λατ. pravitas, ἡ μωρία… ἀδελφὸς τῆς π. ἔφυ Σοφ. Ἀποσπ. 663, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 868, Λυσίας 165, 37, Πλάτ. Πολ. 609C, κτλ.· εἰς π. τρέπεσθαι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 75· ἐν τῷ πληθ., πανοῦργα τεχνάσματα, δόλοι, Δημ. 521. 7, Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 7. 2) ποταπότης, δειλία, Εὐρ. Κύκλ. 645.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
méchanceté, perversité ; αἱ πονηρίαι méchancetés ; malhonnêteté.
Étymologie: πονηρός.
English (Strong)
from πονηρός; depravity, i.e. (specially), malice; plural (concretely) plots, sins: iniquity, wickedness.
English (Thayer)
πονηρίας, ἡ (πονηρός) (from Sophocles down), the Sept. for רֹעַ and רָעָה, depravity, iniquity, wickedness (so A. V. almost uniformly)), malice: αἱ πονηρίαι (cf. Winer s Grammar, § 27,3; Buttmann, § 123,2; R. V. wickednesses), evil purposes and desires, A. V. iniquities), κακία, at the end.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και πονήρια και πονηριά Ν πονηρός
1. (με ηθική σημ.) κακία, πανουργία, δολιότητα
2. στον πληθ. πονηρές ενέργειες, κατεργαριά, πονηράδα
νεοελλ.
δυσπιστία, υπόνοια, καχυποψία
αρχ.
1. κακή κατάσταση, καχεξία
2. ποταπότητα
3. δειλία, ανανδρία
4. οχλοκρατία.
Greek Monotonic
πονηρία: ἡ (πονηρός),
I. κακή κατάσταση ή περίσταση, κακία, μοχθηρία, σε Πλάτ.
II. 1. με ηθική σημασία, σαθρότητα, μοχθηρία, πανουργία, σε Δημ.
2. χυδαιότητα, μικροψυχία, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πονηρία: ἡ
1) плохое состояние, нездоровье (τοῦ σώματος, ὀφθαλμῶν Plat.);
2) испорченность, негодность (τῆς πόλεως Plat.; τῆς πονηρίας τινὸς ἐπικρατῆσαι Lys.): εἰς τὴν πονηρίαν τρέπεσθαι Xen. портиться, ухудшаться;
3) лукавство NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πονηρία -ας, ἡ [πονηρός] slechte toestand:. ὥσπερ σῶμα ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα... διόλλυσι zoals de slechte lichaamstoestand, een ziekte, een lichaam vernietigt Plat. Resp. 609c. slechtheid; spec. lafheid; politiek heerschappij van het gepeupel; Thuc. 8.47.2; plur. wandaden, rotstreken. Dem. 21.19.