ζωθάλμιος

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωθάλμιος Medium diacritics: ζωθάλμιος Low diacritics: ζωθάλμιος Capitals: ΖΩΘΑΛΜΙΟΣ
Transliteration A: zōthálmios Transliteration B: zōthalmios Transliteration C: zothalmios Beta Code: zwqa/lmios

English (LSJ)

ον, (ζωή, θάλλω)

   A giving the bloom and freshness of life, Pi.O.7.11.

German (Pape)

[Seite 1142] χάρις, Pind. Ol. 7, 11, nach Eust. καθ' ἣν ζῶν τις θάλλει, lebenskräftig, blühend, vgl. βιοθάλμιος.

Greek (Liddell-Scott)

ζωθάλμιος: -ον, (ζωή, θάλλω) ὁ παρέχων τὴν ἀκμὴν καὶ λαμπρότητα τῆς ζωῆς, Πίνδ. Ο. 7. 20· πρβλ. βιοθάλμιος, πολυθάλμιος, φυτάλμιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait vivre et fleurir, vivifiant.
Étymologie: ζάω, θάλλω.

English (Slater)

ζωθάλμιος, -ον
   1 giving life its bloom Χάρις ζωθάλμιος (O. 7.11)

Greek Monolingual

ζωθάλμιος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει τη θολερότητα, την ακμή, τη λαμπρότητα της ζωής («ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῑ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -θαλμιος (< θαλμός < θάλλω), πρβλ. βιο-θάλμιος, πολυ-θάλμιος].

Greek Monotonic

ζωθάλμιος: -ον (ζωή, θάλλω), αυτός που παρέχει την ακμή και τη λαμπρότητα της ζωής, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ζωθάλμιος: дающий жизнь, животворящий (χάρις Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωθάλμιος -ον [ζωή, θάλλω] die het leven doet bloeien.