κυρηβάζω

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠρηβάζω Medium diacritics: κυρηβάζω Low diacritics: κυρηβάζω Capitals: ΚΥΡΗΒΑΖΩ
Transliteration A: kyrēbázō Transliteration B: kyrēbazō Transliteration C: kyrivazo Beta Code: kurhba/zw

English (LSJ)

fut. -άσω Ar.Eq.272:—prop.

   A butt with the horns, like goats or rams, Sch.Ar. l.c.: metaph., τὸ σκέλος κυρηβάσει he shall butt against my leg, Ar. l.c.: aor. Med. κυρηβάσασθαι Cratin. 462.    II metaph. in Med., = λοιδοροῦμαι, Hsch. (κυριβ- cod.), Phot.

German (Pape)

[Seite 1536] wie die Böcke mit den Hörnern stoßen u. kämpfen; ἢν δ' ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει Ar. Equ. 272, er wird sich an meinen Beinen den Kopf stoßen; VLL., wo es auch κυριβάζειν geschrieben wird, erkl. einfach μαχήσεται, aber auch λοιδορεῖσθαι, also = mit Worten streiten, schimpfen.

Greek (Liddell-Scott)

κῠρηβάζω: μέλλ. -άσω, μάχομαι, πλήττω, κτυπῶ διὰ τῶν κεράτων, ὡς διαμάχονται τύπτοντες ἀλλήλους ταῖς κεφαλαῖς οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοί, Σχολ. Ἀριστοφ. εἰς Ἱππ. 272· μεταφ., τὸ σκέλος κηρηβάσει, θά μου κερατίσῃ τὸ σκέλος, ἢ τὸ σκέλος μου θὰ τὸν λακτίσῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μέσ. ἀόρ. κυρηβάσασθαι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κρατίν. (ἐν Ἀδήλ. 69). ΙΙ. μεταφ., ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ λοιδορέω, Φώτ., πρβλ. κυρίσσω.

French (Bailly abrégé)

1 frapper à coups de cornes;
2 p. ext. c. διαμάχομαι.
Étymologie: v. κυρίττω.

Greek Monolingual

κυρηβάζω και, κατά τον Ησύχ., κυριβάζω (Α)
1. χτυπώ με τα κέρατα σαν τράγος ή σαν κριάρι
2. γεν. μάχομαι
3. μτφ. προσκρούω, πλήττω, χτυπώ («ἤν δ' ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει», Αριστοφ.)
4. μέσ. κυρηβάζομαι και κυριβάζομαι
(μτφ) λοιδορούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κυρίττω «χτυπώ με τα κέρατα», με δυσερμήνευτο σχηματισμό].

Greek Monotonic

κῠρηβάζω: μέλ. -άσω, μάχομαι, χτυπώ με τα κέρατα· μεταφ., τὸ σκέλος κυρηβάσει, το πόδι μου θα τον χτυπήσει ή θα αντιμετωπίσει το πόδι μου, θα τον κλωτσήσει, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το κυρίσσω).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυρηβάζω [~ κυρίττω] met de horens stoten (tegen), rammen.

Russian (Dvoretsky)

κῠρηβάζω: бить рогами, бодать (τὸ σκέλος Arph.).