Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νυκτίφαντος

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐφαντος Medium diacritics: νυκτίφαντος Low diacritics: νυκτίφαντος Capitals: ΝΥΚΤΙΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: nyktíphantos Transliteration B: nyktiphantos Transliteration C: nyktifantos Beta Code: nukti/fantos

English (LSJ)

ον,

   A appearing by night, ὀνείρατα A.Pr.657 (cod. Med., cf. sq.) : generally, nightly, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας E.Hel.570.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίφαντος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἐμφανιζόμενος, ἴδε νυκτίφοιτος· καθόλου, νυκτερινός, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας Εὐρ. Ἠλ. 570.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. νυκτιφανής.
Étymologie: νύξ, φαίνω.

Greek Monolingual

νυκτίφαντος, -ον (Α)
1. αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα («νυκτίφαντα φάσματα», Αισχύλ.)
2. νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -φαντος (< φαίνω), πρβλ. ονειρό-φαντος].

Greek Monotonic

νυκτίφαντος: -ον, αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίφαντος: (ῐ) являющийся по ночам (πρόπολος Ἐνοδίας Eur.).