ἀγενεαλόγητος
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ον,
A of unrecorded descent, Ep.Heb.7.3.
German (Pape)
[Seite 12] ohne Geschlechtsregister, N. T. neben ἀπάτωρ, ἀμάτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγενεᾱλόγητος: -ον, ὁ ἄνευ γενεαλογίας, οὗ ἡ σειρὰ τῆς γενεαλογίας ἀγνοεῖται, πρβλ. ἀπάτωρ, ἀμήτωρ. Πρὸς Ἑβρ. ζϳ. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans généalogie connue, sans descendance connue.
Étymologie: ἀ, γενεαλογέω.
Spanish (DGE)
-ον
sin antepasados conocidosde Melquisedec ἀπάτωρ, ἀμήτωρ Ep.Hebr.7.3, de Cristo ἀ. ὢν κατὰ τὴν θεότητα Origenes in Luc.28 (p.172), cf. Rom.Mel.1.ιʹ.4.
English (Abbott-Smith)
- † ἀγενεαλόγητος, -ον (< γενεαλογέω),
without genealogy, i.e. without recorded pedigree (cf. Ne 7:64): He 7:3 (Cremer, 152; MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from Α (as negative particle) and γενεαλογέω; unregistered as to birth: without descent.
English (Thayer)
ὁ (γενεαλογέω), of whose descent there is no account (in the O. T.) (R. V. without genealogy): μή γενεαλογούμενος). Nowhere found in secular authors.
Greek Monotonic
ἀγενεᾱλόγητος: -ον, αυτός που δεν έχει γενεαλογία, αυτός του οποίου η χρονολογική σειρά της γενεαλογίας αγνοείται, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀγενεᾱλόγητος: не имеющий родословной, без роду и племени NT.
Middle Liddell
of unrecorded descent, NTest.