τρύμη

From LSJ
Revision as of 12:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύμη Medium diacritics: τρύμη Low diacritics: τρύμη Capitals: ΤΡΥΜΗ
Transliteration A: trýmē Transliteration B: trymē Transliteration C: trymi Beta Code: tru/mh

English (LSJ)

[ῡ], ἡ, (τρύω)

   A hole, Sch.Ar.Nu.447.    II metaph., sharp fellow, sly knave, Ar.Nu.448.

German (Pape)

[Seite 1156] ἡ, 1) das Loch, bes. das durch Reiben entstandene. – 2) übertr. wie τρίμμα, ein abgeriebener, durchtriebener, gewandter, verschmitzter Mensch, Ar. Nubb. 448.

Greek (Liddell-Scott)

τρύμη: [ῡ], ἡ, (τρύω) τρυμαλιά, ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447 ἐν τέλει. ΙΙ. μεταφ., ὀξύς, πανοῦργος ἄνθρωπος, Ἀριστοφ. Νεφ. 448, ἴδε Σχόλ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
= τρύπη.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
(κατά τον Θεόγνωστ.) «ταλαιπωρία»
αρχ.
1. οπή, τρύπα
2. μτφ. (για πρόσ.) πανούργος, πολυμήχανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύω + κατάλ. -μη (πρβλ. ρώ-μη, τόλ-μη)].

Greek Monotonic

τρύμη: [ῡ], ἡ (τρύω), οπή· μεταφ., οξύς, πανούργος ἄνθρωπος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρύμη: (ῡ) ἡ хитрая бестия, плут Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρύμη -ης, ἡ [τρύω] boor; overdr. lepe vent.

Middle Liddell

τρύ¯μη, ἡ, τρύω
a hole: metaph. a sharp fellow, sly knave, Ar.