ἀκκώ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
ἡ,
A bogey, that nurses used to frighten children with, Plu. 2.1040b: acc. to others, vain woman, Zen.1.53.
German (Pape)
[Seite 73] ἡ, ein eitles Weib, od. = μορμώ, ein Gespenst, mit dem Ammen die Kinder schrecken.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκκώ: ἡ, ὡς τὸ ἀλφιτώ, μορμώ, φάσμα τι ὑποθετικὸβ ἢ φόβητρον, δι’ οὗ αἱ τροφοὶ ἐφόβιζον τὰ παιδία, ἢ κατ’ ἄλλους γύναιον ἐπὶ μωρίᾳ διαβεβοημένον, Ζηνόβ. 1. 53, ἔνθα ἴδε Leutsch.
Greek Monolingual
ἀκκώ, η (Α)
φόβητρο, «μπαμπούλας», φάντασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μια από τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Αρχαίοι για να φοβίσουν τα παιδιά
ένα είδος «θηλυκού μπαμπούλα». Κατά τη Σούδα, η λ. Ἀκκὼ ήταν όνομα γυναίκας γνωστής για την ανοησία της, που τήν παρουσίαζαν να κουβεντιάζει με το είδωλό της στον καθρέφτη! Στον Ζηνόβιο αναφέρεται η λ. με τη σημασία «ματαιόδοξης γυναίκας». Επομένως ο όρος ἀκκώ, που χρησιμοποιούνταν, όπως και οι λ. Μορμώ, Ἀλφιτώ , με την έννοια του «φόβητρου», αρχικά αναφερόταν πιθανώς σε πρόσωπο χαρακτηριστικό για τους μορφασμούς του. Έτσι εξηγείται και η σημασία του παράγωγου ρήματος ἀκκίζομαι «προσποιούμαι» — αρχικά το ρήμα πρέπει να σήμαινε «κάνω μορφασμούς», κατ’ επέκταση «συμπεριφέρομαι επιτηδευμένα, προσποιούμαι σεμνοτυφία, αδιαφορία» και γενικότερα «υποκρίνομαι». Η λ. ἀκκὼ είναι άγνωστης ετυμολ. Πρέπει όμως να είναι συγγενής με το σανσκριτικό akkā και το λατινικό κύριο όνομα Acca, που αναφέρεται στην Acca Lārentia, την τροφό του Ρωμύλου και του Ρέμου. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η λ. ἀκκὼ μόνο στα Ελληνικά χρησιμοποιείται με κακόσημη έννοια.
ΠΑΡ. ἀκκίζομαι.
Greek Monotonic
ἀκκώ: ἡ, καλικάντζαρος, εφιάλτης ή ανόητη γυναίκα. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀκκώ: οῦς ἡ
1) жеманница Plut.;
2) пугало для детей, бука Plut.
Frisk Etymological English
-οῦς
Grammatical information: f.
Meaning: bogey (Plu. 2, 1040b), acc. to others (Zen. 1, 53) vain woman. Also PN (Plu.).
Derivatives: ἀκκίζομαι adorn oneself (Pl.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Lallwort, cf. Lat. Acca (Larentia), Skt. akkā (gramm.), also Anatolian (Kretschmer Einleitung 351). Cf. Güntert Kalypso 53f. Cf. ἀκκω γυνη ἐπὶ μωρίᾳ διαβαλλομένη, ἥ φασιν ἐνοπτριζομένην τῃ̃ ἰδίᾳ εἰκόνι ὡς ἑτέρᾳ διαλέγεσθαι Suda 1, 87.