ἀπείρητος
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
Dor. and Att. ἀπείρᾱτος, ον, also η, ον h.Ven.133;
A without trial, and so: I Act., without making trial of, without making an attempt upon, c. gen., ἀπείρητος . . σταθμοῖο, of a lion, Il. 12.304: abs., making no attempt or venture, Pi.I.4(3).30. 2 without trial or experience of, unknowing of, φιλότητος h.Ven. l. c., cf. J.BJ3.4.1, Plu.2.681c, etc.; στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν Pi.O.11 (10).18; ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀ. δόμοι not unvisited by .., Id.N.1.23; ἀ. πολεμίας σάλπιγγος that never heard an enemy's bugle, Demad.12: abs., inexperienced, opp. εὖ εἰδώς, Od.2.170, cf. Pi.O.8.61. Adv. ἀπειράτως, ἔχειν τινός Paus.10.7.1. II Pass., untried, unattempted, οὐ μὰν ἔτι δηρὸν ἀ. πόνος ἔσται . . ἤτ' ἀλκῆς ἤτε φόβοιο Il.17.41 (where however Nicanor took it in signf. 1.2); ἔστω μηδὲν ἀ. Hdt.7.9.γ; οὐδὲν ἦν ἀπείρατον τούτοις κατ' ἐμοῦ D.18.249, cf. J.BJ7.8.1, Luc. Tox.3.
German (Pape)
[Seite 284] η, ον, auch zweier Endgn, ep. u. ion. = ἀπείρατος, 1) unversucht, unerprobt, πόνος Il. 17, 41; ἔστωμηδὲν ἀπείρητον Her. 6, 9, 3. – 2) akt., der nichts versucht hat, keinen Versuch gemacht hat, Il. 12, 304; οὐ γὰρ ἀπείρητος μαντεύομαι Od. 2, 170, unerfahren; ἀπειρήτη φιλότητος H. h. Ven. 133; Luc. Nigr. 15 τῆς παῤῥησίας.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπείρητος: Δωρ. καί Ἀττ. ἀπείρᾱτος, ον· ὡσαύτως η, ον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 133· - ὁ ἄνευ πείρας, δοκιμῆς, ἑπομένως.
French (Bailly abrégé)
épq. et ion. c. ἀπείρατος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór., át. -ᾱτος
• Morfología: [-ος, -η, -ον]
h.Ven.133, Nonn.D.40.114
I no probado, no intentado πόνος Il.17.41, ἔστω δ' ὦν μηδὲν ἀπείρητον Hdt.7.9γ, οὐδὲν ἀπείρατον ἦν τούτοις κατ' ἐμοῦ D.18.249, ἔργον I.BI 7.262, Πόντος Luc.Tox.3, βυθός Melit.Bapt.2.
II 1que no ha hecho una intentona, que no ha asaltado c. gen., de un león ἀπείρητος ... σταθμοῖο Il.12.304
•abs. que no intenta, que no se atreve τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί Pi.I.4.30.
2 que no tiene conocimiento o experiencia, que desconoce c. gen. φιλότητος h.Ven.133, στρατὸν μήτ' ἀπείρατον καλῶν Pi.O.11.18, ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀ. δόμοι casas que saben de hacer los honores a los huéspedes Pi.N.1.23, πολεμίας σάλπιγγος Demad.87.12, συμφορᾶς I.BI 3.63, ἔρωτος Plu.2.681c, φορῆος Nonn.D.1.305, τοκετοῖο Nonn.D.40.114, Ἀφροδίτης Nonn.D.48.220, 248
•abs. ἀπειρήτοισι μενοιναῖς Nonn.Par.Eu.Io.3.12, 11.49
•desconocedor, inexperto, ignorante οὐ γὰρ ἀ. μαντεύομαι, ἀλλ' ἐῢ εἰδώς Od.2.170, κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες Pi.O.8.61.
III adv. -ως sin experiencia ἔχειν τινός Paus.10.7.1, cf. Phld.Po.A 22.11.
Greek Monolingual
ἀπείρητος κ. -ατός, -ον (Α) πειρώμαι
Ι. ενεργ.
1. αυτός που δεν έχει επιχειρήσει, δεν έχει δοκιμάσει κάτι
2. αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, που δεν έχει πείρα για κάτι, ο άπειρος
II. παθ. αυτός που δεν έχει επιχειρηθεί, που δεν έχει δοκιμαστεί.
Greek Monotonic
ἀπείρητος: Δωρ. και Αττ. -ᾶτος, -ον (πειράομαι)·
I. 1. αυτός που δεν έχει κάνει τη δοκιμή ενός πράγματος, που δεν έχει επιχειρήσει, δεν έχει προσπαθήσει να κάνει κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτός που δεν έχει δοκιμαστεί ή δεν έχει προγενέστερη εμπειρία σε κάτι, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.· απόλ., αυτός που δεν διαθέτει εμπειρία, άπειρος, σε Ομήρ. Οδ.
II. Παθ., αυτός για τον οποίο δεν έχει πραγματοποιηθεί δοκιμή, δεν έχει γίνει κάποια απόπειρα, αυτός που δεν έχει επιχειρηθεί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπείρητος: эп.-ион. = ἀπείρατος.
Middle Liddell
[πειράομαι]
I. Act., without making trial of a thing, without making an attempt upon, c. gen., Il.
2. without trial or experience of a thing, Hhymn., Pind. : —absol. inexperienced, Od.
II. pass. untried, unattempted, Il., Hdt., Dem.