θεώτερος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
A v. θεός 111.
German (Pape)
[Seite 1206] compar. von θεός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
θεώτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ θεός, θειότερος, μᾶλλον θεῖος, ἴδε θεὸς ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
v. θεός.
English (Autenrieth)
divine, for the gods, i. e. rather than for men, of the two entrances (cf. θηλύτερος), πύλαι, Od. 13.111†.
Greek Monotonic
θεώτερος: -α, -ον, συγκρ. του θεός, περισσότερο θεϊκός· βλ. θεός.
Russian (Dvoretsky)
θεώτερος: Hom. compar. к θεός II.