μελάγχρους

From LSJ
Revision as of 14:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. μελάγχροος.

Greek Monolingual

και μελανόχρους -ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους -ουν, Α και μελάγχροος, -οον και μελανόχροος και μελανίχροος, -οον και μελάγχρως, -ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, -ον)
μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ οὐλότριχες», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «μελάγχρους ιστός»
ανατ. ιστός του οποίου τα κύτταρα περιέχουν κοκκία μελανίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -χρους (< -χροος < χρώς, χροός και χρωτός «επιδερμίδα»), πρβλ. γυμνό-χρους, χαλκό-χρους. Ο τ. μελάγχρως < μέλας, -ανος + χρώς (πρβλ. ελεφαντό-χρως, λεπτό-χρως)].

Middle Liddell

μελάγχρους, ουν χρόα
swarthy, Plut., etc.; a heterocl. nom. pl. μελάγχροες, Hdt.