βλάσφημος
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ον,
A speaking ill-omened words, evil-speaking, Arist.Rh.1398b11: c. gen., against... Plu.2.1100d, etc. 2 of words, slanderous, libellous, δέδοικα μὴ βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δ' ᾖ D.9.1, cf. Luc.Alex.4 (Sup.). Adv. -μως Philostr. VA4.19, App.BC2.126. 3 blasphemous, ἔθνη LXX 2 Ma.10.4; ῥήματα Act.Ap.6.11; λαλεῖν βλάσφημα Apoc.13.5: Subst., blasphemer, LXX 2 Ma.9.28, 1 Ep.Ti.1.13, etc.
German (Pape)
[Seite 448] (βλαξ od. βλάβ. – φήμη), den Ruf eines Andern verletzend, verläumdend, schmähend, βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δέ Dem. 9, 1; bes. Sp.; βλασφημότατα λέγειν Luc. Alex. 4, gotteslästerliche Reden führen; N. T. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
βλάσφημος: -ον, (ἴσως ἐκ τοῦ βλάξ καὶ φήμη· ἕτεροι ἐκ τοῦ βλάπτω, ἀντὶ τοῦ βλαψίφημος): ― ὁμιλῶν δυσοιώνους λόγους. κακολόγος, μ. γεν. = ἐναντίον…, Πλούτ. 2. 1100D, κτλ. 2) ἐπὶ λέξεων, ὑβριστικός, κακός, δέδοικα μὴ βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δ' ᾖ Δημ. 110. 9: ― Ἐπίρρ. -μως Φιλόστρ. 156· ὑπερθ. -ότατα Λουκ. Ἀλεξ. 4. 3) ὁ λαλῶν βλασφημίας, ὑβριστής, Ἑβδ., Κ. Δ.· ὡς οὐσιαστ.., ὁ βλάσφημος Ἑβδ. (2 Μακκ. ι', 36), 1 Τιμ. 1. 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tient de mauvais propos, médisant, diffamateur de ; en parl. des propos eux-mêmes diffamatoire.
Étymologie: βλάπτω, φήμη.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers. mal hablado, maldicente, difamador de Arquíloco, Arist.Rh.1398b12, cf. Herm.Sim.9.18.3, Thdr.Mops.M.66.945C
•de palabras injurioso, insultante, calumnioso δέδοικα μὴ β. μὲν εἰπεῖν, ἀληθὲς δ' ᾖ D.9.1, λόγοι Isoc.15.101, ἔπος Max.Tyr.21.2, γλῶσσα Sext.Sent.83, φωναί Vett.Val.343.16
•c. gen. μὴ λέγωμεν ... ψηφίσματα βλάσφημα πόλεων Plu.2.1100d, περὶ τοῦ Πυθαγόρου Luc.Alex.4, εἰς τὴν Ῥώμην Hdn.7.8.9.
II en el ámbito relig.
1 blasfemo contra dioses paganos, de pers., Cels.Phil.7.53, esp. en lit. jud.-crist. ἔθνη LXX 2Ma.10.4, cf. Meth.Res.1.50, Eus.VC 3.1
•subst. ὁ β. LXX 2Ma.9.28, 1Ep.Ti.1.13, Const.App.4.6.5
•de palabras τι β. περὶ τῶν θεῶν D.Chr.3.53, ῥήματα Act.Ap.6.11
•subst. τὰ βλάσφημα blasfemias Gr.Nyss.Eun.3.2.39.
2 de mal agüero οἰωνός Procop.Arc.9.26, ὀκνῶ λέγειν τὸ β. Gr.Naz.M.35.1056A.
III adv. -ως
1 insultante, injuriosamente ἐπὶ τῷ Καίσαρι ... β. ἐδημηγόρησε App.BC 2.126.
2 en forma profana o blasfema ἐλέγχων τὸν ἱεροφάντην δι' ἃ β. τε καὶ ἀμαθῶς εἶπε Philostr.VA 4.19.
English (Abbott-Smith)
βλάσφημος, -ον (< βλασ-, of uncertain deriv., v. Thayer, Boisacq; + φήμη, speech), [in LXX: Is 66:3 (מְבָרֵךְ אָוֶן), Wi 1:6, Si 3:16, II Mac 9:28 10:4, 36*;]
(a)evil-speaking, slanderous, blasphemous: Ac 6:11, II Ti 3:2, II Pe 2:11 (cf. Ju 9);
(b)as subst. a blasphemer: I Ti 1:13 (Cremer, 570).†
English (Strong)
from a derivative of βλάπτω and φήμη; scurrilious, i.e. calumnious (against men), or (specially) impious (against God): blasphemer(-mous), railing.
English (Thayer)
βλάσφημον (βλάξ sluggish, stupid, and φήμη speech, report (others, βλάπτω (which see) and φήμη)), speaking evil, slanderous, reproachful, railing, abusive: ῤήματα βλάσφημα εἰς Μωυσῆν καί τόν Θεόν); ( (ῤήματα βλάσφημα κατά τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου)); βλασφημία, a.); βλάσφημος as a substantive, a blasphemer: Demosthenes down.)
Greek Monotonic
βλάσφημος: -ον, ὁ,
1. ο αισχρά διατυπωμένος, για λέξεις ανευλαβείς, ανίερες, σε Δημ.
2. αυτός που ομιλεί με βλασφημίες, υβριστής, και ως ουσ., βλάσφημος, σε Καινή Διαθήκη (η προέλ. του βλασ- είναι αμφίβ.· βλάξ και βλάπτω προτείνονται εξίσου).
Russian (Dvoretsky)
βλάσφημος:
1) злоречивый, злопыхательный (Ἀρχίλοχος Arst.; ἄνθρωπος Plut.);
2) злобный (λοιδορίαι Plut.).;
3) кощунственный, богохульный NT.
Middle Liddell
[The origin of βλας is uncertain: βλάξ and βλάπτω have both been suggested.]
1. evil-speaking: of words, slanderous, Dem.
2. speaking blasphemy, blasphemous, and as Subst. a blasphemer, NTest.