κάρπωσις
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
εως, ἡ,
A use, profit, X.Cyr.4.5.16. II offering offruits, LXXLe.4.10, al., IG 3.77 (pl., ii A. D.); sacrifice to Aphrodite at Amathus, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1329] ἡ, die Nutzung, der Nießbrauch, γῆς Xen. Cyr. 4, 5, 16; – das Darbringen der Opfer von Früchten, das Opfern, LXX., Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
κάρπωσις: -εως, ἡ, τὸ καρποῦσθαί τι, ἀπόλαυσις, ὠφέλεια, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 16. ΙΙ. αἱ προσφοραὶ τῶν καρπῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 523· καθόλου προσφορὰ ἢ θυσία, Ἑβδ. (Λευ. Δ', 10, κ. ἀλλ.), πρβλ. κάρπωμα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κάρπωσις· θυσία Ἀφροδίτης ἐν Ἀμαθοῦντι».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
jouissance, possession.
Étymologie: καρπόω.
Greek Monotonic
κάρπωσις: -εως, ἡ, χρήση ή κέρδος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κάρπωσις: εως ἡ (ис)пользование (γῆς Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρπωσις -εως, ἡ [καρπόω] opbrengst.