χρησμοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 14:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμοφύλαξ Medium diacritics: χρησμοφύλαξ Low diacritics: χρησμοφύλαξ Capitals: ΧΡΗΣΜΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: chrēsmophýlax Transliteration B: chrēsmophylax Transliteration C: chrismofylaks Beta Code: xrhsmofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A keeper of oracles, Luc.Alex.23.

German (Pape)

[Seite 1375] ακος, ὁ, der die Orakelsprüche aufbewahrt, Luc. Alex. 23.

Greek (Liddell-Scott)

χρησμοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.

French (Bailly abrégé)

φύλακος (ὁ) :
gardien des oracles rendus.
Étymologie: χρησμός, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
άτομο επιφορτισμένο με τη φύλαξη χρησμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + φύλαξ.

Greek Monotonic

χρησμοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φύλακας χρησμών, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χρησμοφύλαξ: ᾰκος ὁ хранитель оракулов Luc.

Middle Liddell

χρησμο-φύ˘λαξ, ακος,
a keeper of oracles, Luc.