ἀργυρόηλος

From LSJ
Revision as of 14:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρόηλος Medium diacritics: ἀργυρόηλος Low diacritics: αργυρόηλος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΗΛΟΣ
Transliteration A: argyróēlos Transliteration B: argyroēlos Transliteration C: argyroilos Beta Code: a)rguro/hlos

English (LSJ)

ον,

   A silver-studded, ξίφος Il.2.45; θρόνος Od.7.162, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόηλος: -ον, ὁ ἀργυροῖς ἥλοις διαπεπαρμένος, ξίφος ἀργρυλόηλον Ἰλ. Β. 45· θρόνος Ὀδ. Η. 162, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni de clous d’argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἦλος.

English (Autenrieth)

(ἦλος): ornamented with silver nails or knobs, silver-studded; ξιφος, θρόνος, φάσγανον, Il. 2.45, η 1, Il. 14.405.

Spanish (DGE)

(ἀργῠρόηλος) -ον
tachonado de plata ξίφος Il.2.45, φάσγανος Il.14.405, μαχαίριον Clem.Al.Paed.2.3.37, θρόνος Il.18.389, Od.7.162.

Greek Monolingual

ἀργυρόηλος, -ον (Α)
ο διακοσμημένος με ασημένια καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ήλος «καρφί»].

Greek Monotonic

ἀργῠρόηλος: -ον, αυτός που έχει καρφωθεί με ασημένια καρφιά, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρόηλος: усаженный серебряными гвоздями (θρόνος, ξίφος Hom.).

Middle Liddell

silver-studded, Hom.