κεγχροβόλοι
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
English (LSJ)
οἱ,
A millet-throwers, fabulous tribe in Luc.VH1.13.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχροβόλοι: οἱ, οἱ βάλλοντες, σπείροντες κέγχρους, μυθώδης φυλὴ παρὰ τῷ Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.
Greek Monolingual
κεγχροβόλοι, οἱ (Α)
(κωμική λέξη στον Λουκιανό)
αυτοί που πολεμούν με κεχρί, που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, πυρσο-βόλος.
Greek Monotonic
κεγχροβόλοι: οἱ (βάλλω), αυτοί που σπέρνουν κέγχρους, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεγχροβόλοι -ων, οἱ [κέγχρος, βάλλω] gierstwerpers (fictief volk).