ἰσόνειρος

From LSJ
Revision as of 19:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόνειρος Medium diacritics: ἰσόνειρος Low diacritics: ισόνειρος Capitals: ΙΣΟΝΕΙΡΟΣ
Transliteration A: isóneiros Transliteration B: isoneiros Transliteration C: isoneiros Beta Code: i)so/neiros

English (LSJ)

ον,

   A dream-like, empty, A.Pr.549 (lyr.) [perh. ῑ].

German (Pape)

[Seite 1265] einem Traume gleich, nichtig, Aesch. Prom. 548.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόνειρος: -ον, ὅμοιος πρὸς ὄνειρoν, κενός, μάταιος, Aἰσχύλ. Πρ. 549 ἔνθα τὸ ῑ ὠδήγησε τὸν Reisig νὰ διορθώσῃ ἀντόνειρος,­ ἴδε τὴν λ. ἴσος ἐν τέλ..

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable (propr. égal) à un songe.
Étymologie: ἴσος, ὄνειρος.

Greek Monolingual

ἰσόνειρος, -ον (Α)
όμοιος με όνειρο, δηλαδή κενός, μάταιος, ανύπαρκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ὄνειρον.

Greek Monotonic

ἰσόνειρος: -ον, όμοιος με όνειρο, κενός, μάταιος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόνειρος: подобный сновидению, т. е. сковывающий как сон (ὀλιγοδρανία Aesch.).

Middle Liddell

ἰσ-όνειρος, ον
dream-like, empty, Aesch.