Ποσειδεών
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A v. Ποσιδηϊών.
Greek (Liddell-Scott)
Ποσειδεών: -ῶνος, ὁ, ἕκτος μὴν τοῦ Ἀθηναϊκοῦ ἔτους ἀντιστοιχῶν πρὸς τὸν ἡμέτερον Δεκέμβρ. καὶ Ἰανουάριον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 6., 6. 17, 3, κλπ.· ὡσαύτως ἐν καθολικῇ χρήσει παρὰ τοῖς Ἴωσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2309, 2338. 43, 3028, 3664· λέγεται δὲ Ποσειδηιὼν ὑπὸ τοῦ Ἀνακρ. 6.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
Poséidéon, sixième mois du calendrier attique.
Étymologie: Ποσειδῶν.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
(αττ. τ.) βλ. Ποσιδηϊών.
Greek Monotonic
Ποσειδεών: -ῶνος, ὁ, ο έκτος μήνας του Αθηναϊκού έτους, = το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου και οι πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου.
Russian (Dvoretsky)
Ποσειδεών: ῶνος ὁ посидеон (шестой месяц атт. календаря, прибл. декабрь - январь) Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Ποσειδεών -ῶνος, ὁ zie Ποσιδεών.
Middle Liddell
Ποσειδεών, ῶνος, ὁ,
the sixth month of the Athen. year, = latter half of December and former of January.