ἀρτιγέννητος
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A βρέφη 1 Ep.Pet.2.2, cf. Luc.Alex.13, Longus 1.9,al.
German (Pape)
[Seite 361] dasselbe, Luc. Alex. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιγέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Λουκ. Ἀλεξ. 12, Λόγγος 1. 7., 2. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement engendré.
Étymologie: ἄρτι, γεννάω.
Spanish (DGE)
-ον
recién nacido βρέφη 1Ep.Petr.2.2, cf. Luc.DMar.12.1, ποίμνια Longus 1.9.1, ἑρπετόν Luc.Alex.13, cf. 14.
English (Strong)
from ἄρτι and γεννητός; just born, i.e. (figuratively) a young convert: new born.
English (Thayer)
ἀρτιγεννητον (ἄρτι and γεννάω), just born, newborn: Lucian, Alex. 13; Long. past. 1 (7) 9; 2, (3) 4.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀρτιγέννητος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι- + -γέννητος < γεννητός < γεννώ (πρβλ. αγέννητος, νεογέννητος)].
Greek Monotonic
ἀρτιγέννητος: -ον, αυτό που μόλις γεννήθηκε, νεογέννητος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιγέννητος: недавно родившийся, новорожденный (ἑρπετόν τι Luc.).