ἀσυνεσία

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνεσία Medium diacritics: ἀσυνεσία Low diacritics: ασυνεσία Capitals: ΑΣΥΝΕΣΙΑ
Transliteration A: asynesía Transliteration B: asynesia Transliteration C: asynesia Beta Code: a)sunesi/a

English (LSJ)

Att. ἀξ-, ἡ, (ἀσύνετος)

   A want of understanding, stupidity, E.Ph.1727 (lyr.), Th.1.122; opp. σύνεσις, Arist.EN1142b34 codd.

German (Pape)

[Seite 380] ἡ, Unverstand, Mangel an Einsicht, Eur. Phoen. 1718 Thuc. 6, 36 Xen. Oec. 8, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνεσία: παλ. Ἀττ. ἀξ-, ἡ, (ἀσύνετος) ἔλλειψις συνέσεως, ἀσκεψία, ἠλιθιότης, Εὐρ. Φοίν. 1727, Θουκ. 1. 122· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ σύνεσις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défaut d’intelligence, sottise, imprudence.
Étymologie: ἀσύνετος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): át. ἀξυν- Th.3.42; -ίη Hp.Nat.Hom.1.1, Praec.10
estupidez, insensatez βροτῶν E.Ph.1727, cf. Fr.257, Th.l.c., Hp.ll.cc., X.Oec.8.17, D.Chr.57.2.

Greek Monolingual

ἀσυνεσία και ἀξυν-, η (Α) ασύνετος
η έλλειψη σύνεσης, η απερισκεψία.

Greek Monotonic

ἀσυνεσία: αρχ. Αττ. ἀξυνεσία, ἡ, έλλειψη σύνεσης, ηλιθιότητα, σε Ευρ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυνεσία: староатт. ἀξυνεσία ἡ безрассудство, неразумие Eur., Thuc., Xen., Arst.

Middle Liddell

ἀσύνετος
want of understanding, stupidity, Eur., Thuc.