δέρρις

From LSJ
Revision as of 20:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέρρις Medium diacritics: δέρρις Low diacritics: δέρρις Capitals: ΔΕΡΡΙΣ
Transliteration A: dérris Transliteration B: derris Transliteration C: derris Beta Code: de/rris

English (LSJ)

εως, ἡ, (Att. form of Δέρσις, cf. δέρω)

   A skin, δ. τριχίνη LXX Za.13.4, cf. AP12.33 (Mel.).    II leathern covering, of a jerkin, Eup.328; of a curtain, Pl.Com.240, Myrtil.1.    III in pl. (sg., Ph.Bel.95.34), screens of skin or hide, hung before fortifications to deaden the enemy's missiles, Th.2.75, Cic.Att.4.19.1, D.S.20.9, Apollod.Poliorc.142.2, Polyaen.3.11.13: generally, curtain, LXXEx. 26.7, al., IG5(1).1390.35 (Andania, i B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

δέρρις: -εως, ἡ, (δέρος) βύρσινον κάλυμμαἐπένδυμα, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 39, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 35·- κατὰ πληθ., παραπετάσματα ἐκ δορῶν κρεμάμενα πρὸ τῶν ὀχυρωμάτων, ὅπως ἐξασθενῶσι τῶν ἐχθρικῶν βελῶν τὴν δύναμιν, ὡς τὸ Ρωμ. cilicia, Θουκ. 2. 75 (ἔνθα δέρρεις εἶναι καθόλου δέρματα, διφθέραι δὲ κατειργασμένα δέρματα).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
couverture de cuir pour protéger les vaisseaux de guerre, les travailleurs dans un siège.
Étymologie: δέρω.

Greek Monolingual

δέρρις και δέρσις, η (Α)
1. δέρμα
2. δερμάτινο κάλυμμα, χιτώνιο
3. παραπέτασμα
4. στον πληθ. δέρρεις
δερμάτινα παραπετάσματα κρεμασμένα μπροστά στα οχυρώματα ή στα πλευρά πολεμικών πλοίων για προφύλαξη από ριπτόμενα εχθρικά βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή, ιδιαίτερα τη στρατιωτική γλώσσα, ενώ κατ' άλλους ανάγεται σε αμάρτυρο τ. δέρσις με αφομοίωση].

Greek Monotonic

δέρρις: -εως, ἡ (δέρος), δερμάτινο περίβλημα ή επένδυση· στον πληθ., παραπετάσματα δοράτων κρεμασμένα μπροστά από τα οχυρώματα (με σκοπό να εξασθενήσουν τη δύναμη των εχθρικών βελών, σε Θουκ.· πρβλ. διφθέρα, κατεργασμένα δέρματα).

Russian (Dvoretsky)

δέρρις: εως ἡ
1) Anth. = δέρμα 2;
2) кожа для защиты от метательных снарядов (προκαλύμματα εἶχε δέρρεις Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέρρις en δέρσις -εως, ἡ [δέρω] huid, vel; milit. plur. schermen, gebruikt als bescherming tegen projectielen.

Middle Liddell

δέρος
a leathern covering: in pl. screens of hide, Thuc.: cf. διφθέρα.