ἔνδυσις

From LSJ
Revision as of 21:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνδῠσις Medium diacritics: ἔνδυσις Low diacritics: ένδυσις Capitals: ΕΝΔΥΣΙΣ
Transliteration A: éndysis Transliteration B: endysis Transliteration C: endysis Beta Code: e)/ndusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐνδύω)

   A entry, coined by Pl.Cra.419c; [σελήνη] ἐν Κρόνου ἐνδύσει Alex.Trall.12.    2 = κατάδυσις, Hsch.    II putting on, ἱματίων 1 Ep.Pet.3.3; dressing, dress, LXX Es.5.1, Aristeas 96, Agatharch.57.

German (Pape)

[Seite 836] ἡ, 1) das Hineingehen, der Eingang, τῆς λύπης Plat. Crat. 419 c. – 2) der Anzug, καὶ στρωμνή Ath. XII, 550 d; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδῠσις: -εως, ἡ, (ἐνδύω) εἴσδυσις, ὀδύνη δὲ ἀπὸ τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένῃ ἔοικεν Οκάτ. Κρατύλ. 419C. II. τὸ ἐνδύεσθαι, ἢ ἐνδύσεως ἰματίων Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, γ΄, 3· ἐνδυμασία, ἔνδυμα, ἱματισμός, τὰ περὶ τὴν ἔνδυσιν καὶ τὴν στρωμνὴν τῶν νέων Ἀθήν. 550D, Δίων Κ. 78. 33, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΜΑ΄, 5), Ἀκύλ. Ψαλμ. ΛΔ΄, 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d’entrer dans, de pénétrer dans, gén.;
2 action de se vêtir, de se couvrir.
Étymologie: ἐνδύνω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I abstr.
1 entrada, penetración «ὀδύνη» δὲ ἀπὸ τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένῃ ἔοικεν Pl.Cra.419c.
2 astr. ocaso, puesta de un astro Κρόνου Alex.Trall.2.579.32, cf. Hsch.
3 acción de ponerse un vestido, c. gen. ἐ. ἱματίων 1Ep.Petr.3.3
acción de vestir o proporcionar vestimenta a alguien, c. gen. ἔ. ὀρφανῶν καὶ χηρῶν T.Iob 9.3
hecho de ir vestido op. γυμνότης Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.215.24).
II concr. vestido κουφίζουσα τὴν ἔνδυσιν LXX Es.5.1a, cf. Ib.41.5, Aristeas 96, ἐνδύσει ... τοῖς αὐτῶν χρώμενοι δέρμασι Agatharch.57, ἔ. ... ὑφασμένη σὺν χρυσῷ T.Iob 25.7, cf. Aq.Ps.34.13, ἔνδυσιν ... κατακόπτων καὶ συρράπτων D.C.78.3.3, σχῆμα τῆς ἐνδύσεως Porph.Fr.350.33
vestimenta, indumentaria καθεώρων ... τὰ περὶ τὴν ἔνδυσιν ... τῶν νέων Ath.550d.

English (Strong)

from ἐνδύω; investment with clothing: putting on.

English (Thayer)

ἐνδύσεως, ἡ (ἐνδύω), a putting on, (German das Anziehen, der Anzug): τῶν ἱματίων, clothing, Athen. 12, p. 550c.; Dio Cassius, 78,3; an entering, Plato, Crat., p. 419c.).

Greek Monotonic

ἔνδῠσις: -εως, ἡ (ἐνδύομαι), ενδυμασία, ένδυμα, ντύσιμο, ρουχισμός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἔνδῠσις: εως ἡ
1) проникновение (τῆς λύπης Plat.);
2) надевание (ἱματίων NT).

Middle Liddell

ἔνδῠσις, εως n [ἐνδύομαι]
a putting on, NTest.