ἐρισφάραγος

From LSJ
Revision as of 22:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρισφάρᾰγος Medium diacritics: ἐρισφάραγος Low diacritics: ερισφάραγος Capitals: ΕΡΙΣΦΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: erispháragos Transliteration B: erispharagos Transliteration C: erisfaragos Beta Code: e)risfa/ragos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A loud-roaring, of Poseidon, h.Merc.187 ; of Zeus, Pi.Fr.15, B.5.20 ; loud-voiced, of men, Plu.2.698e.

German (Pape)

[Seite 1031] laut tosend, brausend, Poseidon, H. h. Merc. 187; Pind. frg. 263; πατὴρ πάντων Ep. ad. 522 (IX, 521).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, σφαραγέομαι.

English (Slater)

ἐρισφᾰρᾰγος
   1 loud thundering ἐρισφα ράγ[ου] πατ[ρός (i. e. Zeus: supp. Lobel) fr. 6a. d, = fr. 15 Schr.

Greek Monolingual

ἐρισφάραγος, -ον (Α)
(για τον Ποσειδώνα και τον Δία) αυτός που ηχεί δυνατά, ο μεγαλόφωνος («Ζηνὸς ἐρισφαράγου», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -σφάραργος (< σφαραγούμαι «σφριγώ») (πρβλ. ερισπάραγος)].

Greek Monotonic

ἐρισφάρᾰγος: -ον, αυτός που βροντά δυνατά, βροντερός, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐρισφάρᾰγος: (φᾰ) мощно грохочущий, многошумный (Ποσειδῶν HH; sc. Ζεύς Pind., Anth.).

Middle Liddell

ἐρι-σφάρᾰγος, ον
loud-roaring, Hhymn.