εὐθυρρήμων

From LSJ
Revision as of 22:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθυρρήμων Medium diacritics: εὐθυρρήμων Low diacritics: ευθυρρήμων Capitals: ΕΥΘΥΡΡΗΜΩΝ
Transliteration A: euthyrrḗmōn Transliteration B: euthyrrēmōn Transliteration C: efthyrrimon Beta Code: eu)qurrh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ῥῆμα)

   A plain-spoken, Cic.Fam. 12.16.3 (Comp.), Poll.5.119. Adv. -μόνως Id.4.24.    II gloss on εὐθύγλωσσος, Sch.Pi.P.2.157.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυρρήμων: εὐθύρρημον, (ῥῆμα) παρρησίᾳ ὁμιλῶν, ὁ λέγων τὰ πράγματα ὡς ἔχουσιν, εὐθυεπής, Κικ. Fam. 12. 16, Πολυδ. Ε΄, 119. - Ἐπίρρ. -μόνως, Κλήμ. Ἀλ. 493.

French (Bailly abrégé)

ων, ον :
qui parle sans détour, franc;
Cp. εὐθυρρημονέστερος.
Étymologie: εὐθύς, ῥῆμα.

Greek Monolingual

εὐθυρρήμων, -ον (Α)
αυτός που μιλάει με ευθύτητα, αυτός που λέει τα πράγματα όπως είναι.
επίρρ...
εὐθυρρημόνως
με ελευθερία λόγου, με παρρησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -ρήμων (< ρήμα < θ. ρη- του είρω «λέγω, δηλώνω», πρβλ. ρη-τός, ρη-θήσομαι), πρβλ. κομπορρήμων, μεγαλορρήμων.

Greek Monotonic

εὐθυρρήμων: -ον (ῥῆμα), ντόμπρος, ειλικρινής, σε Κικ.

Middle Liddell

ῥῆμα
plain-spoken, Cic.