ἠπάομαι

From LSJ
Revision as of 23:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπάομαι Medium diacritics: ἠπάομαι Low diacritics: ηπάομαι Capitals: ΗΠΑΟΜΑΙ
Transliteration A: ēpáomai Transliteration B: ēpaomai Transliteration C: ipaomai Beta Code: h)pa/omai

English (LSJ)

   A mend, repair (rare word for the common ἀκέομαι), τὰ ῥαγέντα τῶν ἱματίων Gal.Thras.25: abs., Id.UP3.1:—Med., aor. 1 inf. ἠπήσασθαι Hes.Fr.172; κόσκινον Ar.Fr.227; ῥαγὲν ἱμάτιον Gal.Thras. 5: pf. part. Pass., ἱμάτια ἠπημένα Aristid.2.307 J., cf. BCH51.326.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπάομαι: ἴδε ἐν λ. ἠπήσασθαι.

Greek Monolingual

ἠπάομαι (Α)
διορθώνω, επισκευάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (η-) θέμα (πρβλ. πηδώ) που συνδέεται με αρχ. ινδ. vapati «κουρεύω». Τόσο το ηπάομαι όσο και τα παράγωγά του (πρβλ. ηπητής, ηπητήριον, ήπητρα, ήπησις) χρησιμοποιούνται κατ' εξοχήν στη ραπτική. Το δε ρ. ηπάομαι συνδέεται στενά σημασιολογικώς με το συνηθέστερο ρ. ακέομαι θεραπεύω, επιδιορθώνω»].

Greek Monotonic

ἠπάομαι: βλ. ἠπήσασθαι.

Russian (Dvoretsky)

ἠπάομαι: (только inf. aor. ἠπήσασθαι) зашивать, чинить (κόσκινον Arph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: mend, repair (Hes. Fr. 172, Ar. Fr. 227, Gal., Aristid.).
Other forms: Aor. ἠπήσασθαι, perf. ptc. pass. ἠπημένος
Derivatives: ἠπητής mender, repairer (X. Kyr. 1, 6, 16 [worse v. l. ἀκεσταί], Batr., pap.; rejected by Atticists, cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 15 w. n. 2), f. ἠπήτρια (pap.); ἤπητρα pl. menders wages (pap.), ἠπητήριον menders instrument, needle (Ael. Dion.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For the formation cf. πηδάω and other deverbatives with lengthened ē-vowel (Schwyzer 719); further unclear. Acc. to Prellwitz KZ 47, 302 a. n. to ἤπιος.

Middle Liddell

ἠπάομαι, [v. ἠπήσασθαι.]