θεομαχία

From LSJ
Revision as of 23:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεομᾰχία Medium diacritics: θεομαχία Low diacritics: θεομαχία Capitals: ΘΕΟΜΑΧΙΑ
Transliteration A: theomachía Transliteration B: theomachia Transliteration C: theomachia Beta Code: qeomaxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A battle of the gods, Pl.R.378d (pl.), cf. Il.20. tit.    II fighting against God, Arr.Epict.3.24.24.

German (Pape)

[Seite 1196] ἡ, Götterkampf, Plat. Rep. II, 378 d; Streit gegen Gott, Luc. salt.

Greek (Liddell-Scott)

θεομᾰχία: ἡ, μάχη τῶν θεῶν πρὸς ἀλλήλους· οὕτως ἐκαλοῦντο ῥαψῳδίαι τινὲς τῆς Ἰλ., ἰδίως ἡ ιθ΄, Πλάτ. Πολ. 378D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
combat des dieux entre eux.
Étymologie: θεομάχος.

Greek Monolingual

η (AM θεομαχία) θεομάχος
1. η μάχη κατά του θεού
2. μάχη μεταξύ τών θεών
νεοελλ.
το να πολεμά κάποιος την πίστη σχετικά με την ύπαρξη του θεού ή να καταδιώκει τη θρησκεία.

Greek Monotonic

θεομᾰχία: ἡ, μάχη των θεών μεταξύ τους, όπως αποκαλούνταν μερικές από τις ραψωδίες της Ιλ., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

θεομᾰχία: ἡ борьба богов Plat.

Middle Liddell

θεομᾰχία, ἡ,
a battle of the gods, as certain books of the Il. were called, Plat. [from θεομάχος