θωρακεῖον

From LSJ
Revision as of 23:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκεῖον Medium diacritics: θωρακεῖον Low diacritics: θωρακείον Capitals: ΘΩΡΑΚΕΙΟΝ
Transliteration A: thōrakeîon Transliteration B: thōrakeion Transliteration C: thorakeion Beta Code: qwrakei=on

English (LSJ)

τό,=

   A θωράκιον 11, breastwork, parapet, or dwarf-wall of an enclosure, A.Th.32, IG22.463.86, IGRom.4.293ai39 (Pergam., ii B.C.), 1465,1474 (Smyrna), D.S.17.44 (v.l. -ίοις); the breast-high part of a wall-surface, ἵνα γραφῇ . . θ. ὀροβοειδές PCair.Zen.445 (iii B.C.).    2 gunwale of a trireme, IG22.1604.31.    II cuirass, PCair. Zen.14.12 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1230] τό, Brustwehr, Bollwerk; Aesch. Spt. 32; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

θωρᾱκεῖον: τό, = θωράκιον ΙΙ, θώραξ, τεῖχος, Αἰσχύλ. Θήβ. 32, Συλλ. Ἐπιγρ. 3278, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mantelet ou défense d’un rempart.
Étymologie: θώραξ.

Greek Monolingual

θωρακεῑον, τὸ (Α) θώραξ
1. (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό τείχος, προπέτασμα, θώρακας, θωράκιο
2. (για επιφάνεια τοίχου) τμήμα που φθάνει στο ύψος του στήθους
3. (για τριήρη) κουπαστή
4. ακρόπρωρο, διακοσμητικό σύμβολο ή μορφή στην πλώρη τών πλοίων
5. θώρακας πανοπλίας
6. μικρός θώρακας.

Greek Monotonic

θωρᾱκεῖον: τό, = θώραξ III, εξωτερικό τείχος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θωρᾱκεῖον: τό бруствер, защитная насыпь, вал Aesch.

Middle Liddell

θωρᾱκεῖον, ου, τό, = θώραξ III,]
a breast-work, Aesch.