ἴνδαλμα

From LSJ
Revision as of 23:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴνδαλμα Medium diacritics: ἴνδαλμα Low diacritics: ίνδαλμα Capitals: ΙΝΔΑΛΜΑ
Transliteration A: índalma Transliteration B: indalma Transliteration C: indalma Beta Code: i)/ndalma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A form, appearance, LXX Wi.17.3, Ael.NA17.35; ἴ. ψυχῆς,= εἴδωλον, IG3.1403: pl., ἰ. ζωῆς Plot.1.4.3; κρυφίων ἰνδάλματα πυρσῶν AP5.250 (Iren.); mental image, ἰ. καὶ δόκησις ψυχῆς Them.Or.26.327d: in pl., hallucinations, Luc.Gall.5, Aret.SD1.6.

German (Pape)

[Seite 1254] τό, Abbild, Ael. H. A. 17, 35 u. a. Sp., Iren. 3 (V, 251).

Greek (Liddell-Scott)

ἴνδαλμα: τό, μορφή, εἰκών, ὁμοίωμα, Λατ. species, Αἰλ. π. Ζ. 17. 35, Ἀνθ. Π. 5. 251, Λουκ., κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰνδάλματα· φαντάσματα, ἀφομοιώματα, εἰκόνες».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
image, forme, apparence.
Étymologie: ἰνδάλλομαι.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἴνδαλμα) ινδάλλομαι
1. ομοίωμα, μορφή, εικόνα
2. πλάσμα της φαντασίας, ιδεατή μορφή
νεοελλ.
1. ιδεώδες, ιδανικό
2. ιδεώδης ύπαρξη, αντικείμενο λατρείας
αρχ.
1. είδωλο
2. στον πληθ. τὰ ἰνδάλματα
οι ψευδαισθήσεις, οι παραισθήσεις.

Greek Monotonic

ἴνδαλμα: -ατος, τό, μορφή, εικόνα, ομοίωμα, Λατ. species, σε Ανθ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἴνδαλμα: ατος τό Luc., Anth. = ἰνδαλμός.

Middle Liddell

ἴνδαλμα, ατος, τό, [from ἰνδάλλομαι
an appearance, Lat. species, Anth., Luc.