καταπειρατηρία

From LSJ
Revision as of 00:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπειρᾱτηρία Medium diacritics: καταπειρατηρία Low diacritics: καταπειρατηρία Capitals: ΚΑΤΑΠΕΙΡΑΤΗΡΙΑ
Transliteration A: katapeiratēría Transliteration B: katapeiratēria Transliteration C: katapeiratiria Beta Code: katapeirathri/a

English (LSJ)

Ion. καταπειρητηρίη, ἡ,

   A sounding-line, Hdt.2.5, 28; catapirātes in Lucil.Fr.1191 Marx; anchor-cable, prob. in CIL8.27790 (Althiburos).

German (Pape)

[Seite 1368] ἡ, ion. καταπειρητηρία, dasselbe, Her. 2, 5. 28.

Greek (Liddell-Scott)

καταπειρᾱτηρία: Ἰων. -πειρητηρίη, ἡ, ὄργανον ναυτικὸν δι’ οὗ τὸ βάθος τῆς θαλάσσης εὑρίσκουσι καὶ μετροῦσι βυθίζοντες αὐτό, δηλ. ἡ βολίς· κατεὶς κ. Ἡρόδ. 2, 5· καὶ μὴ δύνασθαι κατιεμένην κ. ἐς βυθὸν ἰέναι 28· πρβλ. βολίς.

Greek Monolingual

καταπειρατηρία και ιων. τ. καταπειρατηρίη, ἡ (Α)
1. ναυτικό όργανο με το οποίο μετρούν το βάθος της θάλασσας, ναυτική βολίδα, σκαντάλι
2. επιγρ. (πιθ. ερμ.) παλαμάρι της άγκυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πειρατηρία (θηλ. του πειρατήριος < πειρῶμαι «προσπαθώ»)].

Greek Monotonic

καταπειρᾱτηρία: Ιων. -πειρητηρίη, (πειράω), ναυτικό όργανο βυθομέτρησης, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπειρατηρία -ας, ἡ, Ion. καταπειρητηρίη [κατά, πειράω] dieplood.

Middle Liddell

πειράω
a sounding-line, Hdt.