πυρδαής
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
ές, (δαίω (A))
A burning with fire, incendiary, πυρδαῆ τινα πρόνοιαν (πυρδαῆτιν πρόνοιαν cj. Hermann), of Althaea burning Meleager's fatal torch, A.Ch.606 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 821] ές, im Feuer brennend, μήσατο πυρδαῆ τινα πρόνοιαν, Aesch. Ch. 598.
Greek (Liddell-Scott)
πυρδαής: -ές, (δαίω) ὁ ἐν πυρὶ καίων, καυστικός, φλογερός, πυριφλεγής, πυρδαῆ τινα πρόνοιαν (Ἕρμανν. πυρδαῆτιν πρόνοιαν, χάριν τοῦ μέτρου), ἐπὶ τῆς Ἀλθαίας καιούσης τὸν ὀλέθριον τῷ Μελεάγρῳ δαλόν, Αἰσχύλ. Χο. 606.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui consume par le feu.
Étymologie: πῦρ, δαίω.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό του Μελεάγρου) αυτός που καίει κάτι στη φωτιά, εμπρηστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι-δαής].
Greek Monotonic
πυρδαής: -ές (δαίω), αυτός που καίει στην πυρά, καυστικός, φλογερός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πυρδᾰής: сожигательный, сжигающий: π. πρόνοια Aesch. намерение сжечь (об Ἀλθαίη, матери Мелеагра).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρδαής -ές [πῦρ, δαίω] trag. brandend van het vuur.
Middle Liddell
πυρ-δαής, ές δαίω
burning with fire, incendiary, Aesch.