σιτοδεία

From LSJ
Revision as of 01:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοδεία Medium diacritics: σιτοδεία Low diacritics: σιτοδεία Capitals: ΣΙΤΟΔΕΙΑ
Transliteration A: sitodeía Transliteration B: sitodeia Transliteration C: sitodeia Beta Code: sitodei/a

English (LSJ)

Ion.σῑτο-είη, ἡ,

   A want of food, famine, Hdt.1.22,94, Th.4.36, IPE12.32A23 (Olbia, iii B.C.), LXX Le.26.26, Plb.1.18.10, OGI 194.10 (Egypt, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, ion. σιτοδηΐη, Mangel an Getreide, an Brot, übh. an Nahrung; Her. 1, 22. 94; Thuc. 4, 36; σιτοδείας παρὰ πᾶσιν ἀνθρώπ οις γενομένης, Dem. 20, 33; καὶ σπάνις τῶν ἀναγκαίων, Pol. 1, 18, 10.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδεία: ἡ, ἔλλειψις σίτου ἢ τροφῆς, Ἡρόδ. 1. 22, 94. Θουκ. 4. 36. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 444.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de blé ou de vivres, disette.
Étymologie: σῖτος, δέω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σιτοδείη, Α
έλλειψη σιτηρών, πλήρης έλλειψη τροφίμων, λόγω κακής σοδειάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δεία (< -δεής < δέομαι «έχω έλλειψη»), πρβλ. ὀψο-δεία].

Greek Monotonic

σιτοδεία: Ιων. -δηΐη, (δέομαι), έλλειψη σιτηρών ή τροφής, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοδεία: ион. σῑτοδηΐη ἡ нехватка хлеба или недостаток продовольствия Her., Thuc., Dem., Arst., Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοδεία -ας, ἡ, Ion. σιτοδείη [σῐτος, δέομαι] voedselgebrek.

Middle Liddell

σῑτο-δεία, ιονιξ -δηίη, ἡ, δέομαι
want of corn or food, Hdt., Thuc.