Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στενακτός

From LSJ
Revision as of 01:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενακτός Medium diacritics: στενακτός Low diacritics: στενακτός Capitals: ΣΤΕΝΑΚΤΟΣ
Transliteration A: stenaktós Transliteration B: stenaktos Transliteration C: stenaktos Beta Code: stenakto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be mourned, giving cause for grief, ἀνήρ S.OC1663; ἄτα E.HF917 (lyr.).    2 mournful, ἰαχά Id.Ph.1302 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 935] stöhnend, seufzend, ἰαχά, Eur. Phoen. 1311, – beseufzt, zu beklagen, Soph. O. C. 1659, ἄτα Eur. Herc. F. 917.

Greek (Liddell-Scott)

στενακτός: -ή, -όν, δι’ ὃν στενάζει τις, ὁ παρέχων αἰτίας πρὸς στεναγμόν, ἀνὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1663· ἄτη Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 917. 2) θλιβερός, λυπηρός, θρηνητικός, ἰαχὴ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1302.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
lamentable.
Étymologie: στενάζω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στενάζω
1. αυτός που προκαλεί στεναγμό («ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινός, ἐξεπέμπετο», Σοφ.)
2. στενακτικός.

Greek Monotonic

στενακτός: -ή, -όν,
1. αυτός για τον οποίο πρέπει να αναστενάζει κάποιος, αυτός που αποτελεί την αιτία για να αναστενάξει, να λυπηθεί κάποιος, αξιοθρήνητος, σε Σοφ., Ευρ.
2. θρηνητικός, θλιβερός, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στενακτός -ή -όν pass. te beklagen, beklagenswaardig. ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτός de man is niet beklagenwaardig Soph. OC 1663; σ. ἄτα jammerlijk onheil Eur. HF 917. act. jammerend, klagend. σ. ἰαχά een klagelijke jammerkreet Eur. Phoen. 1302 ( lyr. ).

Russian (Dvoretsky)

στενακτός: [adj. verb. к στενάζω
1) стонущий, горестный (ἰαχά Eur.; οὐ σ. οὐδὲ ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετο Soph.);
2) достойный слез, ужасный (ἄτη Eur.).

Middle Liddell

στενακτός, ή, όν [from στενάζω
1. to be mourned, giving cause for grief, Soph., Eur.
2. mournful, Eur.