ὑπεκρίπτω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
A dislodge by intrigue, 'elbow out of . . ' Id.Comp.Ages.Pomp.1.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. ῥίπτω), darunter od. heimlich herauswerfen, τινός, Plut. Ages. et Pomp. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκρίπτω: ἐκρίπτω κάτωθέν τινος, τινὰ ἔκ τινος Πλουτ. Ἀγησ. Κ. Πομπ. Σύγκρ. 1.
French (Bailly abrégé)
jeter secrètement hors de.
Étymologie: ὑπό, ἐκρίπτω.
Greek Monolingual
Α
εκτοπίζω, εκδιώκω κάποιον με ύπουλο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκρίπτω «ρίχνω έξω»].
Greek Monotonic
ὑπεκρίπτω: μέλ. -ψω, αποβάλλω, ρίχνω, πετάω κάτω από, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκρίπτω: выкидывать прочь, выгонять (τινά Plut.).