κλωβός

From LSJ
Revision as of 02:57, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωβός Medium diacritics: κλωβός Low diacritics: κλωβός Capitals: ΚΛΩΒΟΣ
Transliteration A: klōbós Transliteration B: klōbos Transliteration C: klovos Beta Code: klwbo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A bird-cage, AP6.109 (Antip.), Babr.124.3, Aesop.341. (Cf.κλουβός, κλουβίον, and Hebr. kèlûbh.)

German (Pape)

[Seite 1458] ὁ, Käfig, Vogelbauer; bes. der Schlagbauer der Vogelsteller, κλωβούς τ' ἀμφιῤῥῶγας Antipat. 17 (VI, 109). – Verwandt κλοιός?

Greek (Liddell-Scott)

κλωβός: ὁ, κλωβίον πτηνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 109. (Πρβλ. τὸ Ἑβρ. kĕlôv, kĕlûv.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
cage d’oiseau.
Étymologie: cf. κλείω, κλοιός.

Greek Monolingual

ο (AM κλωβός)
κλουβί
νεοελλ.
1. καθετί που μοιάζει με κλουβί
2. (ηλεκτρολ.) τύπος περιέλιξης του επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα
3. φρ. α) (ηλεκτρολ.) «κλωβός του Φάραντεϋ» — μεταλλικό περίβλημα κατασκευασμένο από μεταλλικό έλασμα ή από πυκνό μεταλλικό πλέγμα με το οποίο επιδιώκεται η προστασία ορισμένων χώρων από τις επιδράσεις εξωτερικών ηλεκτρικών πεδίων
β) ναυτ. «κλωβός έλικας» — ο χώρος μέσα στον οποίο περιστρέφεται η έλικα του πλοίου
γ) «κλωβός φάρου» — το ανώτατο τμήμα φάρου στο οποίο υπάρχουν τα φωτιστικά μηχανήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως, πρβλ. συρ. kәlub «κλουβί πουλιών».
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. κλωβίον.

Greek Monotonic

κλωβός: ὁ, κλουβί πουλιού, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλωβός -οῦ, ὁ vogelkooi.

Russian (Dvoretsky)

κλωβός: ὁ клетка для птиц Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: bird-cage (AP, Babr.), also κλουβός (POxy. 1923, 14; V-VIp [meaning uncertain], Tz., Gloss.). Dimin. κλωβίον (-ου-) small cage, twined basket (Hdn. Epim., Pap.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: Semitic LW [loanword], cf. Hebr. Syr. kelūb bird-cage. Lewy Fremdw. 129 after Renan and A. Müller; cf. Grimme Glotta 14, 19, Masson, Emprunts sémit. 108 n. 4.

Middle Liddell

κλωβός, οῦ,
a bird-cage, Anth.