κοχυδέω

From LSJ
Revision as of 03:03, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχῠδέω Medium diacritics: κοχυδέω Low diacritics: κοχυδέω Capitals: ΚΟΧΥΔΕΩ
Transliteration A: kochydéō Transliteration B: kochydeō Transliteration C: kochydeo Beta Code: koxude/w

English (LSJ)

   A stream forth copiously, ποταμοὶ . . Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ gushing with cakes, Pherecr.130.4: Ion.impf. κοχύδεσκεν (v.l. κοχύεσκεν) Theoc.2.107.

Greek (Liddell-Scott)

κοχῠδέω: ἐκρέω ἀφθόνως, ῥέω, ποταμοί... Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ, ῥέοντες μὲ πλακούντια, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 4· Ἰων. παρά ??? κοχύδεσκε (διάφ. γραφ. κοχύεσκε) Θεόκρ. 2. 107. (Ὑπάρχει Ἐπίρρ. κόχυ = πολύ, πλῆρες, παρ’ Ἡσυχ.· οὐσιαστ. κόχος, «δαψιλὴς ῥοῦς» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 106· καὶ οἶνος κοχύζει εἶναι ἐπιτυχὴς εἰκασία τοῦ Meineke (ἀντὶ κοκκύζει) παρὰ τῷ Στράτ. ἐν Ἀδήλ. 3. (Οὗτοι εἶναι μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύποι ἐκ τοῦ χέω, χύδην, πρβλ. μορμύρω, ποιφύσσω.)

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’écouler en abondance.
Étymologie: χέω.

Greek Monolingual

κοχυδέω (Α)
ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῡντες», Φερεκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως από τη μηδενισμένη βαθμίδα χυ- της ρίζας του χέω με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. της λ. χύδην. Ομοίως και τα κοχύζω, κοχύω].

Greek Monotonic

κοχῠδέω: Ιων. παρατ. κοχύδεσκον, ρέω, εκχέομαι αδιάκοπα, σε Θεόκρ. (αναδιπλ. από το χέω, χύδην).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοχυδέω [χύδην] gutsen, overvloedig stromen.

Russian (Dvoretsky)

κοχῠδέω: или κοχύω (aor. iter. κοχύδεσκε - v. l. κοχύεσκε) обильно течь, стекать (ἐκ μετώπω ἱδρὼς κοχύδεσκεν Theocr.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: `sream forth copiously (Pherekr. 130, 4).
Other forms: ipf. κοχύδεσκεν (Theoc. 2, 107; v. l. κοχύεσκεν), pres. also κοχύζει (Stratt. 61; cod. κοκκύζει)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Intensive reduplicated formation to χύδην (on the dissimilated vowel Schwyzer 647). As backformation κοχύ πολύ, πλῆρες H., κόχος mighty stream (sch. Theoc. ad loc.); so these latter words are learned contructions to explain the unclear forms? Reduplication from an adv. seems very strange in Greek.

Middle Liddell

κοχῠδέω,
to stream forth copiously, Theocr. [Reduplicated from χέω, χύδην.]