κοινώνημα

From LSJ
Revision as of 03:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινώνημα Medium diacritics: κοινώνημα Low diacritics: κοινώνημα Capitals: ΚΟΙΝΩΝΗΜΑ
Transliteration A: koinṓnēma Transliteration B: koinōnēma Transliteration C: koinonima Beta Code: koinw/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is communicated: pl., acts of communion, communications, dealings between man and man, Pl.R.333a, Lg.738a, Arist.Pol.1280b17; κ. πρός τινα J.AJ16.7.3; πρὸς ἀλλήλους Plu.2.158c; ψυχροῦ καὶ θερμοῦ κ. ib.951e: in sg., communication, λόγων Phld.Oec.p.46 J.; common enterprise, Id.Vit.p.33 J.; business partnership, Sammelb.5658.8.    2 point of junction, Hp.Epid.2.4.2.    3 connexion, Nic.Dam.128 J.

German (Pape)

[Seite 1470] τό, Gemeinschaft, Mittheilung, Umgang, Verkehr, ξυμβόλαια δὲ λέγεις κοινωνήματα Plat. Rep. I, 333 a; πρὸς ἅπαντα τὰ ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα Legg. V, 738 a; Arist. pol. 3, 9 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινώνημα: τό, τὸ μεταδιδόμενον· ἐν τῷ πληθ., πράξεις κοινωνίας, συναλλαγαί, σχέσεις λήψεως καὶ δόσεως μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, Πλάτ. Πολ. 333Α, Νόμ. 738Α, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 10, κτλ.· κ. πρὸς ἀλλήλους Πλούτ. 2. 158D· ψυχροῦ καὶ θερμοῦ κ. αὐτόθι 951Ε.

Greek Monolingual

κοινώνημα, τὸ (Α) κοινωνώ
1. ανακοινωθέν, ανακοίνωση
2. γνωστοποίηση
3. κοινή επιχείρηση
4. πάπ. συνεταιρισμός για επιχείρηση
5. σημείο εφαρμογής
6. συνάφεια, σχέση
7. στον πληθ. τὰ κοινωνήματα
οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες.

Greek Monotonic

κοινώνημα: -ατος, τό, στον πληθ., κοινωνικές πράξεις, συναλλαγές, δοσοληψίες μεταξύ των ανθρώπων, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινώνημα -τος, τό [κοινωνέω] sociale band; plur. sociale betrekkingen. verbindingspunt. Hp.

Russian (Dvoretsky)

κοινώνημα: ατος τό (преимущ. pl.) (взаимо)отношение, общение, связь (πρὸς ἀλλήλους, ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Plut.): ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα Plat. деловые расчеты и (прочие) взаимоотношения.

Middle Liddell

κοινώνημα, ατος, τό, [from κοινωνέω
in pl. acts of communion, communications, dealings between man and man, Plat.