κερδῷος
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
α, ον,
A bringing gain, epith. of Apollo and Hermes, Lyc.208, IG9(2).512.20 (Larissa), 1234 (Phalanna); of Hermes, Plu.2.472b, Luc.Tim. 41, etc. II (κερδώ) fox-like, wily, ἀλώπηξ Babr.77.2.
German (Pape)
[Seite 1424] Gewinn verleihend; Hermes, Luc. Tim. 41 Plut. tranqu. an. 12; Apollo, Lyc. 208.
Greek (Liddell-Scott)
κερδῷος: -α, -ον, ὁ φέρων κέρδος, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Λυκόφρ. 208, Συλλ. Ἐπιγρ. 1766· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Πλούτ. 2. 472Β, Λουκ. Τίμ. 41, κτλ. ΙΙ. (κερδὼ) ὅμοιος πρὸς ἀλώπεκα, δόλιος, Βάβρ. 77. 2.
French (Bailly abrégé)
1ῴου;
adj. m.
qui préside au gain, qui procure un gain (Hermès).
Étymologie: κέρδος.
2ῴα, ῷον;
rusé comme un renard.
Étymologie: κερδώ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α κερδῷος, -ῴα, -ον) κέρδος
(ως επίθ. του Ερμού και του Απόλλωνος) αυτός που φέρει κέρδος
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στην αλεπού ή που μοιάζει με αλεπού, δηλ. δόλιος, πανούργος, πονηρός.
Greek Monotonic
κερδῷος: -α, -ον (κέρδος),
I. αυτός που αποφέρει κέρδος, λέγεται για τον Ερμή, σε Λουκ. κ.λπ.
II. (κερδώ) όπως την αλεπού, με πανουργία, δόλιος, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
κερδῷος: κερδώ хитрый как лиса Babr.
ῴου κέρδος дающий прибыль (Ἑρμῆς Plut., Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κερδῷος -α -ον [κέρδος] voordeel brengend ( epith. van Hermes).
Middle Liddell
κερδῷος, η, ον κερδῷος I from κέρδος, κερδῳος II from κερδώ
I. bringing gain, of Hermes, Luc., etc.
II. foxlike, wily, Babr.